Ανθρώπων Πάθη

Ανθρώπων Πάθη Facebook Twitter
0

Η Μεγάλη Εβδομάδα. Η Μεγάλη Βαρεμάρα, αν με ρωτούσατε ειλικρινά την περίοδο των παιδικών μου χρόνων. Κατ' αρχήν μου είχαν περάσει την πεποίθηση ότι έπρεπε να συγκινούμαι από το Θείο Δράμα αλλά παρ' όλες τις φιλότιμες προσπάθειες μου, όποτε με τραβολογούσαν στην εκκλησία με έπιανε νευρικό χασμουρητό από τα κεριά, τα λιβάνια και τις ατέλειωτες ψαλμωδίες όπου μια φράση κρατούσε έναν αιώνα.

Μετά το πρώτο τέταρτο άρχιζε να με ενοχλεί και η ορθοστασία και για να ανακουφιστώ είχα βρει το κόλπο να ρίχνω το βάρος του σώματος μου πότε στο ένα πόδι και πότε στο άλλο με πενιχρά αποτελέσματα.

Γνήσιος φθόνος κατέτρωγε το παιδικό μου μυαλό για τις γριές που είχαν πάει από νωρίς και είχαν πιάσει στασίδι, πράγμα όχι πολύ χριστιανικό αλλά για εμάς τους αμαρτωλούς δεν ήρθε ο Χριστούλης στον κόσμο; Το έριχνα στην παρατήρηση των Αγίων αλλά μου φαίνονταν όλοι ίδιοι εκτός από τον Άγιο Γεώργιο και τον Άγιο Δημήτριο γιατί ήταν καβάλα σε άλογο και κρατούσαν δόρυ, όπως οι Ινδιάνοι στα Playmobil μου.

Έπειτα η μητέρα μου μαγείρευε κάτι φαγητά όπως χταπόδι με κοφτό μακαρονάκι, φασόλια πιάζ και καλαμαράκια κονσέρβα –όχι τα Flokos, τα Καλιφορνέζικα, αυτά που δείχνανε τον γέρο με την άσπρη γενειάδα- τα οποία εκτός του ότι ήταν απαίσια, με αφήνανε μονίμως πεινασμένο. Η τηλεόραση ήταν ένα ακόμα δράμα. Σταματούσαν όλες οι καλές σειρές που έβλεπα (τότε η τηλεόραση δεν είχε τα σημερινά χάλια ή τουλάχιστον έτσι μου φαινόταν) και άρχιζαν οι επαναλήψεις, ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ και οι χολιγουντιανές υπερπαραραγωγές δεκαετίας '50 τύπου Ben Hur.

Αυτό που θυμάμαι από εκείνες τις ταινίες ήταν ότι ο μεν πρωταγωνιστής ήταν ημίγυμνος με γυμνασμένο δασύτριχο στήθος σαν τον Γιώργο Τρομάρα –όχι σαν τους σημερινούς αποτριχωμένους φλούφληδες- οι δε γυναίκες ήταν δύο ειδών: η σύντροφος του πρωταγωνιστή που ήταν μια χαμηλοβλεπούσα σαν να σπούδαζε σε Παρθεναγωγείο και η γυναίκα του Αυτοκράτορα που έπαιζε το ματάκι της και έμοιαζε λίγο τσούλα.

Η κορύφωση του δικού μου Δράματος ερχόταν για ευνόητους λόγους μια μέρα πιο πριν, τη Μεγάλη Πέμπτη με τα Δώδεκα Ευαγγέλια. Από την Παρασκευή και μετά βελτιώνονταν τα πράγματα. Επιτάφιος με φαναράκι και βόλτα στη γειτονιά, μαγειρίτσα την Ανάσταση, (δόξα τω Θεώ χωρίς εντεράκια!) και επιτέλους Κυριακή. Βύθιζα τους κυνόδοντες μου σε σάρκα τρυφερού αρνιού το οποίο σας διαβεβαιώ δεν θυσιαζόταν άδικα.

Μια μικρή ακόμα δοκιμασία τη Δευτέρα του Πάσχα που έπρεπε να λέω ευχαριστώ για τη γιορτή μου στο τηλέφωνο σε θείες που είτε δεν ήξερα, είτε η συγγένεια που με συνέδεε με αυτές ήταν στο παιδικό μου μυαλό νεφελώδης. Έτσι, θεωρούσα πιο κοντινές αυτές που ήταν πιο διαχυτικές μαζί μου μπερδεύοντας τους βαθμούς συγγένειας. «Και μετά; Μετά τι;», θα με ρωτήσετε. «Από Πάσχα καλοκαίρι!», που λέγανε και οι παλιοί, θα σας απαντήσω.

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ