Η Άννα Κοκκίνου είναι στη Θεσσαλονίκη. Μόλις την έχω παρακολουθήσει στη σκηνή του Θεάτρου Αυλαία, στο έργο του Β. Χατζηγιαννίδη Λα Πουπέ, και την περιμένω στο φουαγιέ.
Αν και έχουμε συστηθεί μια φορά πριν μερικά χρόνια, είναι η πρώτη φορά που τη συναντώ, και νιώθω σα να έχω βγει ραντεβού. Καθώς μιλάμε της λέω πως θα δω τον Θουκυδίδη της τον Δεκέμβριο που θα κατέβω στην Αθήνα για τη συναυλία του Morrissey.
Τα χάνει, και τα μάτια της ανοίγουν διάπλατα. "Θα έρθει για συναυλία ο Morrissey; Αλήθεια; Τον έχω χάσει όλες τις φορές που έπαιξε, γιατί είχα πάντα παραστάσεις. Πάντα ήθελα να τον δω λάιβ!"
Της λέω να έρθει μαζί μου, αν δεν παίζει εκείνο το βράδυ.
"Τι μέρα μας συμφέρει να είναι;" τη ρωτώ ψάχνοντας στο κινητό μου το ημερολόγιο του Δεκεμβρίου. Μου λέει πως δεν πρέπει να είναι Παρασκευή, Σάββατο ή Κυριακή. Ψάχνω, ψάχνω.
"Τι αγωνία!" λέει, με πρόσωπο φωτισμένο σα μικρού παιδιού. "Ας μην είναι Παρασκευή ή Σ/Κ η 5η Δεκεμβρίου!"
Το βρίσκω. Είναι Παρασκευή. Απογοητεύεται. Λέει πως πάντα αυτό συμβαίνει.
Πάω να κάνω την πρώτη ερώτηση, αλλά το μυαλό της είναι ακόμα εκεί. Και τότε, με τελείως σκανταλιάρικο ύφος μου λέει: "Κοίταξε, μπορεί και να τα καταφέρουμε. Αν μετακινήσω την παράσταση εκείνης της ημέρας πιο πριν..."
Την ρωτώ αν υπάρχουν κρατήσεις από τώρα για τις 5/12, και φυσικά είναι πολύ νωρίς για να υπάρχουν. Της βάζω ιδέες κι εγώ: "Πες στο θέατρο να μην κάνουν κρατήσεις για εκείνη τη μέρα, και ενημέρωσε από νωρίς ότι η παράσταση της Παρασκευής μεταφέρεται."
"Λες; Δεν έχω ξανακάνει ποτέ κάτι τέτοιο", λέει, και το σκανταλιάρικο ύφος της επανεμφανίζεται. "Ποιος ξέρει αν θα ξανάρθει ποτέ ο Morrissey με τα προβλήματα της υγείας του κιόλας! Λοιπόν, το αποφάσισα: θα πάμε μαζί στον Morrissey" λέει και υψώνει το ποτήρι για να το γιορτάσουμε...
Είχα πει σ' ένα φίλο μετά την πρεμιέρα, «όλοι είναι χαρούμενοι εκτός από μένα, εγώ νιώθω μια θλίψη, είμαι μελαγχολική, δεν ξέρω για ποιο λόγο». Και μου λέει «είναι η συνειδητοποίηση του χρόνου που περνά»... Μου είπε αυτό το απίστευτο πράγμα, και είχε δίκιο.
Ξεκινώντας λοιπόν, να σε ρωτήσω κάτι άσχετο με το θέατρο. Γεννήθηκες στην Αίγυπτο ή απλώς έχεις καταγωγή από εκεί;
Έχω γεννηθεί και έχω μεγαλώσει εκεί. Είναι ο τόπος μου το Κάιρο. Όπως άλλοι έχουν τις πόλεις τους, τα χωριά τους, εγώ έχω το Κάιρο.
Ήταν ένας τεράστιος κόσμος το Κάιρο. Ο τόπος με έχει επηρεάσει πάρα πολύ: η έρημος, ο Νείλος... Με έχει επηρεάσει η σκόνη πάρα πολύ, τα σκονισμένα σοκάκια. Με έχει επηρεάσει πάρα πολύ το πώς κατεβαίναμε από το Κάιρο και πηγαίναμε στη θάλασσα, στην Αλεξάνδρεια. Η θάλασσα ήτανε κάτι πολύ δυνατό, πολύ ισχυρό. Και είχε βέβαια πολλούς ξένους, είχε πολλούς Μαλτέζους, Αρμένηδες, Ιταλούς...
Και έρημο που έπρεπε να πάει κάποιος για να δει;
Μα εκεί ήταν κι η έρημος! Στην άκρη πάντα υπάρχει η έρημος. Και μπορούσαμε να νοικιάζουμε άλογα και να κάνουμε ιππασία, ήτανε κάτι πάρα πολύ εύκολο. Τα ραντεβού, να φανταστείς, και οι κοπάνες ήτανε στην έρημο! Είναι κάτι το οποίο με έχει επηρεάσει πάρα πάρα πολύ. Είχα πάθος με την έρημο, η οποία είναι κάτι πάρα πολύ ζωντανό... Αλλάζει όπως και η θάλασσα: Το φως στη διάρκεια της μέρας την αλλάζει πάρα πολύ, δεν είναι αυτό που νομίζει κανείς, βαρετή ομοιόμορφη άμμος...
Στο Κάιρο έζησα μέχρι τα 17-18. Και μετά πήγαινα ταξίδια να το δω. Μέχρι το '98 ζούσε ο πατέρας μου και πήγαινα πολύ συχνά.
Έχεις χρόνια να πας;
Πρώτη φορά έχω να πάω τόσα χρόνια. Εννιά χρόνια!
Σου λείπει;
Πάρα πολύ. Είναι σημείο αναφοράς για μένα. Δηλαδή εκεί πηγαίνω και καταλαβαίνω πώς είμαι, τις αλλαγές που έγιναν στη ζωή μου, ακόμα και το τι θέλω να γίνει στη συνέχεια. Έχω μεγάλο καημό που έχω να πάω τόσο καιρό. Ίσως πρέπει να το κανονίσω.
Φτάνοντας στην Αθήνα στα 17 σου, πώς τη βίωσες την πόλη;
Άλλος κόσμος, τελείως. Οι άνθρωποι, το φως, όλα διαφορετικά. Αλλά είχα τη μεγάλη τύχη να γνωρίσω ανθρώπους οι οποίοι γίναν φίλοι μου και αυτό είχε τεράστια σημασία για μένα. Ήμουνα πολύ τυχερή.
Πάντως πρέπει να σου πω πως απ' όταν ήμουνα στο Κάιρο, ήθελα να γίνω αρχαιολόγος. Μπήκα στη Φιλοσοφική στο Τμήμα της Αρχαιολογίας, έκανα μαθήματα, αλλά τελικά την παράτησα την αρχαιολογία...
Πώς;
Θα σου φανεί παράξενο αυτό το πράγμα, είναι ανεξήγητο ακόμα. Με ρώτησε κάποιος «τι θελεις να γίνεις», ενώ ήμουνα στη φιλοσοφική, και είπα: "ηθοποιός". Άνοιξα το στόμα μου και είπα «ηθοποιός», τόσο απλά. Δεν ξέρω πώς έγινε αυτό, μοιάζει λίγο περίεργο, έτσι έγινε όμως. Και μετά από μία βδομάδα πήγα σε θεατρική σχολή.
Όπως σε κάποιους έρχεται η Παναγία στον ύπνο τους...
Ήταν απίστευτο πως υπήρχε αυτό το πράγμα στο υποσυνείδητό μου, και ξαφνικά μου βγήκε, μου αποκαλύφθηκε, όταν μου έκαναν μια απλή ερώτηση!
Βέβαια πρέπει να πω ότι στο Κάιρο είχα τη μεγάλη τύχη να έχω ένα σπουδαίο καθηγητή, το Χρήστο Διονυσόπουλο. Νομίζω ότι αν δεν ήταν αυτό ο άνθρωπος θα ήμουνα διαφορετική. Και υποχρέωσε να παίξω κιόλας: Ήτανε σε μια εθνική γιορτή και είχε τεράστια επιτυχία. Θυμάμαι έκανα μια Μεσολογγίτισσα και λειτούργησα σαν ηθοποιός.
Πώς θα ήταν αν σε ένα παράλληλο σύμπαν είχες γίνει αρχαιολόγος και δεν είχες σχέση με την ηθοποιία;
Το περίεργο είναι ότι αισθάνομαι πως δεν είναι και τόσο μακρυά αυτά τα δύο. Δηλαδή και οι ρόλοι είναι ας πούμε ένα σκάψιμο και μια ανάδυση από το σκοτάδι ενός πράγματος που είναι θαμμένο.
Και κάποια στιγμή δημιούργησες το Θέατρο Σφενδόνη. Είναι δικό σου ή απλά εκεί παίζεις;
Όχι, η ιδιοκτησία δεν είναι δική μου, δυστυχώς είναι με ενοίκιο. Είμαι 21 χρόνια εκεί. Ήταν μια αποθήκη ξυλείας που φτιάχτηκε με δυσκολία. Το όνομα το βρήκε ο Βασίλης ο Διοσκουρίδης και νομίζω ότι είναι πολύ πετυχημένο. Ο Βασίλης έλεγε «εγώ δεν ψάχνω, βρίσκω». Σημαίνει πολλά η σφενδόνη, είναι και το ποίημα του Σεφέρη και στην «Ηλέκτρα» εκεί που ο Ορέστης βρήκε τον ψεύτικο θάνατο... Η σφενδόνη είναι η καμπή, η κλειστή στροφή στο στάδιο, όπου δείχνεις όλη σου την τέχνη για να μπορέσεις να την πάρεις αυτή την στροφή - και εκεί γίνονται οι περισσότεροι θάνατοι.
Ήθελα να σε ρωτήσω, παρότι έχεις κάνει εξαιρετικές συνεργασίες, νιώθω ότι απολαμβάνεις το να είσαι και μόνη σου, να παίζεις μόνη σου. Έχω δίκιο σε αυτό;
Παρότι πρόσφατα συνεργάστηκα με τον Δημήτρη Καταλειφό και την Ράνια Οικονομίδου, και ήταν ευτυχέστατη συγκυρία, έχεις δίκιο. Παίζω συχνότερα μόνη μου.
Είναι συγκεντρωτισμός; Είναι μοναξιά που μεταφέρεται και στο σανίδι;
Κοίταξε, εγώ έχω κάτι κοινό με τη Ρίκα [την ηρωίδα του Λα Πουπέ]. Είμαι και κοινωνική και μοναχικός άνθρωπος... Πρέπει να πω βέβαια ότι πρώτη φορά που έπαιξα μόνη μου που ήταν ο Βιζυηνός, που δεν αισθανόμουνα καθόλου έτοιμη - αισθάνομαι ότι ακόμα δεν είμαι έτοιμη-, το πίστευα πραγματικά αυτό, δεν το λέω έτσι. Έγινε από ανάγκη γιατί έπρεπε να ανοίξει το θέατρο και δεν υπήρχανε χρήματα για ένα έργο που ήθελα να ανέβει και που είχε περισσότερα πρόσωπα. Και από την άλλη παιδευόμουν δυόμισι – τρία χρόνια να ανοίξω το θέατρο... Και έτσι λέω έστω να παίξω κάτι μόνη μου για να ανοίξει, να μπει κόσμος και ας παίξω για 20 μέρες. Γιατί δεν πίστευα ότι θα κρατήσει και παραπάνω ο Βιζυηνός.
Και όταν ήρθε η επιτυχία, πώς την προσέλαβες;
Με ανάμικτα συναισθήματα... Υπήρχε μεν και μεγάλη χαρά αλλά το πρώτο συναίσθημα ήτανε μια μελαγχολία, μια λύπη, μια θλίψη.
Γιατί όμως;
Είχα πει σ' ένα φίλο μετά την πρεμιέρα, «όλοι είναι χαρούμενοι εκτός από μένα, εγώ νιώθω μια θλίψη, είμαι μελαγχολική, δεν ξέρω για ποιο λόγο». Και μου λέει «είναι η συνειδητοποίηση του χρόνου που περνά»... Μου είπε αυτό το απίστευτο πράγμα, και είχε δίκιο.
Οι τροχοί του μηχανήματος είναι τα πόδια μου, τα χέρια μου είναι τα φτερά. Είναι σα να είμαι μια σούπερ ηθοποιός που μπορεί να τρέξει γρήγορα, όντας καθηλωμένη. Ερμηνεύω ένα πρόσωπο που, όπως και ο Θουκιδύδης, μιλάει από το μέλλον για το παρελθόν
Οπότε τα χρόνια πέρασαν, θέλοντας και μη, και ο Βιζυηνός παραμένει σημείο αναφοράς.
Ναι. Ίσως γιατί όταν τον επέλεξα για να ανοίξω επιτέλους το Θέατρο, έψαχνα να βρω τα πρωταρχικά εργαλεία του θεάτρου. Και πήρα ένα κείμενο για να το κάνω εγώ θέατρο.
Είναι κάτι που μπορεί να το έχεις παίξει πάρα πολλές φορές, αλλά δεν τελειώνει ποτέ. Ξαναπιάνεις το νήμα από την αρχή κάθε φορά, κάθε βράδυ. Δεν μπορείς να επαναλάβεις κάτι. Η λαχτάρα και η αγωνία μου είναι να το εξελίξω, να το πλουτίσω, να το ανοίξω κι άλλο.
Δηλαδή έχεις στο πίσω μέρος του μυαλού σου ότι μπορεί κάποιος να είδε πρόπερσι το Λα Πουπέ ή τον Βιζυηνό πριν από 15 χρόνια, οπότε το εξελίσσεις για να μη βιώσει μια απλή επανάληψη αν ξαναέρθει;
Για τον εαυτό μου το κάνω! Για να μπορέσουν τα κείμενα, οι λέξεις, να φτάσουνε. Σου ζητάνε συνέχεια να τις ξανα-ανακαλύπτεις, δεν έχει τελειωμό αυτό.
Πώς πρωτοήρθες σε επαφή με το Λα Πουπέ; Το έγραψε ως θεατρικό μονόλογο κατευθείαν ή ως αφήγημα ο Χατζηγιαννίδης;
Θεατρικό. Κοίταξε, εγώ άργησα να διαβάσω τους «Τέσσερις Τοίχους» και όταν τους διάβασα τελικά ένα καλοκαίρι, ξετρελάθηκα γιατί έχει μια ειδική ατμόσφαιρα. Σε όλα του τα έργα έχει κάτι παράδοξο, το οποίο με τράβηξε πάρα πολύ. Και γι' αυτό του ζήτησα να γράψει κάτι, ειδικά για μένα.
Εγώ βέβαια του ζήτησα να γράψει κάτι για μια κούκλα, ήθελα να παίξω μια κούκλα, γιατί έχω μανία με τις μεταμορφώσεις και αυτός το έκανε με το δικό του τρόπο. Ήτανε μια ευτυχής συγκυρία αυτή η συνεργασία, η οποία νομίζω ότι θα συνεχιστεί κιόλας...
Έγραψε λοιπόν ένα ολοκαίνουργιο έργο, ειδικά για σένα. Πρωτοδιαβάζοντάς το πώς ένιωσες - ως σκηνοθέτιδα που θα το έστηνε κιόλας;
Ήταν υπέροχο, αλλά σκηνοθετικά με παίδεψε λίγο. Γιατί ενώ φαίνεται ότι υπάρχει ένας ρεαλισμός, πάντα ο ρεαλισμός του Χατζηγιαννίδη είναι πειραγμένος και είναι αυτό που τον κάνει ποίηση. Εξαιτίας, λοιπόν, αυτού του πειραγμένου, που ένιωσα μια απίστευτη έλξη γι' αυτό, έκανα πολλές βόλτες μέχρι να βρω πώς θα είναι αυτή η ηρωίδα. Και τελικά θυμήθηκα μια γυναίκα απ' την Αίγυπτο, την οποία δεν είχα γνωρίσει ποτέ μου αλλά είχα ακούσει να μιλάνε γι' αυτήν. Αυτή η γυναίκα ήτανε πάρα πολύ χοντρή, -στο έργο δεν ήταν χοντρή η ηρωίδα, εγώ την έκανα χοντρή-. Αυτό το πρόσωπο που σκέφτηκα έτρωγε συνέχεια, αλλά ό,τι έτρωγε το έπλαθε με τα χέρια της και το έκανε μικροσκοπικό. Και ήτανε πάντα το παράπονό της πώς τρώει τόσο λίγο και παχαίνει.. Αυτό ήταν μια αλλόκοτη αφήγηση που μου είχε κολλήσει μικρή και που τελικά πυροδότησε τη φαντασία μου.
Πώς είναι να παίζει κάθε μέρα κάποιος;
Νομίζω ότι είναι από τα πιο προνομιούχα επαγγέλματα αυτό του ηθοποιού, ακριβώς εξαιτίας αυτού του πράγματος, του ότι παίζει κάθε μέρα. Το ότι κάθε μέρα πρέπει να ξαναπιάνει κάτι από την αρχή και να το ολοκληρώνει το θεωρώ πολύ σπουδαίο πράγμα και πολύ μεγάλη τύχη. Δεν είναι όπως στο γραφείο ξεκινάς μια δουλειά και λες «α, θα την συνεχίσω αύριο» - κάνεις ένα πλήρες δημιούργημα μέσα σε μια νύχτα, με αρχή μέση και τέλος.
Όταν δεν παίζεις πέντε μέρες την εβδομάδα και παίζεις μόνο δύο ή και καθόλου πώς είναι η ζωή σου;
Αλλάζω. Είμαι οξύθυμη και νομίζω πως κλείνομαι στον εαυτό μου λιγάκι.Είμαι πιο καλά όταν παίζω.
Όταν δεν παίζω πάντως, πηγαίνω διακοπές και διαβάζω - μου αρέσει παθολογικά διάβασμα. Το βιβλίο το θεωρώ πολύ σημαντικό στη ζωή ενός ανθρώπου. Στη ζωή μου τουλάχιστον είναι εξίσου σημαντικό με το θέατρο.
Νιώθεις ποτέ ότι είναι μοναχικό το σόλο; Δηλαδή ότι μόνη σου πηγαίνεις στο θέατρο, μόνη σου κάθεσαι στα παρασκήνια, μόνη σου ξεβάφεσαι μετά, βγάζεις τα πράγματα...
Είναι, πολύ.
Σε ενοχλεί;
Το φιλοσοφώ.
Νοιάζεσαι πάντως και για τις μικρές λεπτομέρειες. Πριν σε είδα που ενδιαφέρθηκες για το πώς θα μπουν τα κουτιά της παράστασης, θες να τα κάνεις μόνη σου αν δεν τα κάνουν σωστά οι άλλοι, έχεις τον τρόπο σου.
Ναι, γιατί μπορείς και να αυτοσχεδιάζεις αλλά μερικές φορές τα πράγματα στη σκηνή θέλεις να τα χρησιμοποιήσεις με το ρυθμό που έχεις προσχεδιάσει.
Σήμερα αυτοσχεδίασες για να καταφέρεις να βγάλεις τα κουτιά, ας πούμε;
Είχανε μπει πάρα πολύ άτσαλα και ήταν λίγο πρόβλημα, επειδή αυτό το νάιλον δεν το βρίσκω εύκολα (γέλια) και έχω μόνο αυτή τη σακούλα και δεν θέλω να χαλάσει. Σήμερα είχε μπει στραβά και δεν μου άρεσαν οι κινήσεις που αναγκάστηκα να κάνω...
Να πούμε και για τον Θουκυδίδη που παίζεται μόνο στην Αθήνα (δυστυχώς δε χωρούσε στη σκηνή της Θεσσαλονίκης). Πώς αποφάσισες να το μετατρέψεις σε θεατρικό έργο;
Είχα μανία με το Θουκυδίδη από χρόνια και τον ξαναδιάβασα πάλι πριν από τρία χρόνια. Με ξεσήκωσε. Ταιριάζει πολύ και με αυτά που ζούμε. Είχα και τη μεγάλη τύχη να βρω πώς μπορεί να γίνει, πώς μπορεί να ανέβει θεατρικά. Γιατί αυτό είναι όλο το θέμα. Παίρνεις κάτι που δεν είναι θεατρικό και πρέπει να το κάνεις θέατρο. Και μπορεί να εξελιχθεί και άλλο πολύ ακόμα. Το κάνω με τρομακτική όρεξη, τρομερή γιατί είναι και ακόμα καινούριο. Έχω δώσει 25 παραστάσεις μέχρι τώρα μαζί με τις περσινές.
Πιστεύεις μπορεί να εξελιχθεί από ποια άποψη; Τεχνική, σκηνοθετική, υποκριτική;
Όλα. Και θα γίνει και γρήγορα αυτό το πράγμα. Θα ήθελα βέβαια να είναι λίγο αλλιώς το σκηνικό αλλά είναι μεγάλο έξοδο. Προσπαθώ όσο μπορώ γιατί είναι μεγάλη τύχη να λες αυτόν τον λόγο κάθε μέρα και όσο μπορώ προσπαθώ να το εισπράττω.
Ο Θουκυδίδης ήτανε πραγματικός δημοσιογράφος της εποχής του, ιστορικός και δημοσιογράφος.
Παρ'όλα αυτά είναι πολύ ποτισμένος από την ποίηση της εποχής και από τους τραγικούς. Είναι καταπληκτικό το γράψιμό του, είναι τρομερός δραματουργός. Κάνει δραματουργία τοποθετώντας το ένα γεγονός δίπλα στο άλλο. Κάνει κάτι καταπληκτικό. Δηλαδή περιγράφει κάτι, το σταματάει γιατί θέλει να δώσει την αίσθηση του τι γίνεται παράλληλα εκείνη τη στιγμή και μετά επιστρέφει σε αυτό το οποίο είχε ξεκινήσει. Αυτή η διακοπή, και το ξανά-πίσω δημιουργεί κάτι πάρα πολύ δυνατό, γιατί έχει μεσολαβήσει ο χρόνος. Και εν τω μεταξύ παρεμβάλλει ας πούμε έναν καθαρμό που έγινε στην Δήλο και κάτι στίχους του Ομήρου, οι μοναδικοί στίχοι που υπάρχουν μέσα. Ή φυσικά φαινόμενα. Είναι σπουδαίος.
Είσαι η σκηνοθέτιδα του έργου;
Ναι, αλλά συνεργάστηκα πολύ στενά με τον Νίκο το Φλέσσα, ο οποίος έχει μεγάλη ικανότητα στη δραματουργία. Όλα μπόρεσαν να γίνουν χάρη σε αυτό το μηχάνημα που έχω ονομάσει «μηχανή πολέμου». Είναι ένα πολύ καλής ποιότητας αναπηρικό μηχάνημα με το οποίο μπορείς να τρέξεις με πολύ μεγάλη ταχύτητα. Έχει φτερά, μπροστά μου έχω βιβλίο, αλλά έχω και ένα λαπτοπάκι με ένα πρόγραμμα μέσα του, χάρη στο οποίο αλλάζω τις φωνές. Η φωνή μου ακούγεται πάντα μέσα από εκεί. Αυτό όλο έγινε σαν ένα είδος μάσκας. Οι τροχοί του μηχανήματος είναι τα πόδια μου, τα χέρια μου είναι τα φτερά. Είναι σα να είμαι μια σούπερ ηθοποιός που μπορεί να τρέξει γρήγορα, όντας καθηλωμένη. Ερμηνεύω ένα πρόσωπο που, όπως και ο Θουκιδύδης, μιλάει από το μέλλον για το παρελθόν.
Γιατί είχε το μέλλον στο νου του ο Θουκιδύδης όταν έγραφε. Είχε απόλυτη επίγνωση αυτού που έκανε, το λέει ο ίδιος ότι «έγραψα καθαρά γι' αυτόν το λόγο», για να φανεί χρήσιμος. Για να αποτελέσει απόκτημα παντοτινό, παρά ένα εντυπωσιακό πρόσκαιρο ακρόαμα.
Μαθαίνουμε όμως τίποτα από όλα αυτά ή η ανθρώπινη φύση επαναλαμβάνει ξανά και ξανά τα ίδια λάθη;
Μαθαίνουμε και επαναλαμβάνουμε τα ίδια λάθη, αυτό γίνεται. Έτσι γίνεται η εξέλιξη: με πισωγυρίσματα και προχωρηματάκια.
Info:
Αύριο 28/10 η τελευταία παράσταση για το Λα Πουπέ του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη
Μορφές από το έργο το Βιζυηνού (3/11 μέχρι 11/11)
ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ
3-4, 10-11 Νοεμβρίου 2014
ΗΜΕΡΕΣ & ΩΡΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΝ
Δευτέρα & Τρίτη 21.00
ΤΙΜΕΣ ΕΙΣΙΤΗΡΙΩΝ
Γενική είσοδος 15€, Μειωμένο 10€
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ & ΚΡΑΤΗΣΕΙΣ
ΘΕΑΤΡΟ ΑΥΛΑΙΑ
Πλατεία ΧΑΝΘ (Πλευρά Τσιμισκή)
2310237700
www.avlaiatheatre.gr
Δείτε εδώ πληροφορίες για τις παραστάσεις του έργου Εγώ ο Θουκυδίδης, ένας Αθηναίος
σχόλια