Όποιος βιάζεται σκοντάφτει

Όποιος βιάζεται σκοντάφτει Facebook Twitter
0

Hπαράσταση Bossa Nova του Κωνσταντίνου Ρήγουξεκινά ανταποκρινόμενη εντελώς στιςπροσδοκίες που έχει δημιουργήσει ηπολιτική προώθησής της (διαφημίσειςκαι σχετικά δημοσιεύματα σε εφημερίδεςκαι περιοδικά). Προτού αρχίσει η «κανονική»σκηνική πράξη στη μεταμορφωμένη σεαίθουσα χορού σκηνή, το πάρτι έχει ήδηξεκινήσει. Πίσω δεξιά η τετραμελήςορχήστρα παίζει τα πρώτα κομμάτια μπόσανόβα και οι ηθοποιοί και οι χορευτέςκατεβαίνουν στις θέσεις του κοινούκαλώντας τους θεατές να πιούν ένα ποτόστη σκηνή. Κάποιοι ανταποκρίνονται, καιζευγάρια ηθοποιών ή χορευτών με θεατέςσχηματίζονται, που συζητούν χαλαρά,πίνουν κοκτέιλ και χορεύουν, ή προσπαθούννα χορέψουν, μπόσα νόβα.

Ηlounge ατμόσφαιρα, με τη βοήθεια της μουσικήςκαι την ελκυστική εικόνα των ηθοποιώνκαι των χορευτών (οι γυναίκες με κοντάκοκτέιλ φορέματα και πέδιλα ή γόβες μεψηλά τακούνια και οι άνδρες με κομψάκοστούμια που θυμίζουν αρχές του '60),και η προσωρινή κατάργηση των ορίωνσκηνής-πλατείας δημιουργούν ένα αίσθημαευφορίας και αναμονής του κυρίως πάρτιπου, όπως σημειώνεται στο πρόγραμμακάτω από τον τίτλο της παράστασης, «θαέπρεπε να είχε γίνει».

Δυστυχώςστην εξέλιξη της παράστασης εγκαταλείπεταιη ιδέα του πάρτι -δηλαδή μιας φανταστικήςπαρένθεσης χαράς τόσο σκηνοθετημένηςώστε να αναδεικνύει την ψευδαίσθησητης προσδοκίας- για να επικεντρωθεί στηγνωστή νομοτέλεια του έρωτα, από τηνακαταμάχητη γοητεία του φλερτ έως τηνεξάντληση, την εγκατάλειψη, το χωρισμό.

Αυτόστη σκηνική πράξη σημαίνει ότι μόνο ταπερίπου 45 πρώτα λεπτά της παράστασηςμας ταξιδεύουν στη Βραζιλία στα τέλητου '50, στην ευχάριστα χαλαρή συνθήκητης beach cultureτων εύπορων αστών, από την οποία προέκυψανη μουσική (η μπόσανόβα χρησιμοποίησε τη σάμπα μόνο όσοτης χρειάστηκε για να κάνει ρυθμική καιχορευτική την cooljazz) καιτα εύκολα βήματα του ομώνυμου χορού.

Πληνόμως το πρώτο μέρος, όπου ηθοποιοί καιχορευτές χορεύουν, φλερτάρουν, ζευγαρώνουνκαι μιλούν για τον έρωτά τους σε διαρκώςανανεούμενους συνδυασμούς, ακολουθείτο δεύτερο μέρος, της αποδόμησης τηςερωτικής ευτυχίας. Το κύμα της μπόσανόβα σπάει στις σημερινές, σκληρές καιμοναχικές, μουσικές συνθέσεις τουΔημοσθένη Γρίβα, που θα χορέψουν μεκίνηση οδύνης σόλο ή σε ντουέτα οιχορευτές της ομάδας. Εδώ ακόμη και ηΣάρα Κέιν (απόσπασμα από το Λαχταρώ)βρίσκει τη θέση της, όπως και άλλεςμικρές, αληθινές ιστορίες που έχουναντληθεί από βιβλία ή από εμπειρίες τωνανθρώπων που συμμετέχουν.

Ηπαράσταση θα μπορούσε να λειτουργήσεισαν μεταφορά της αδύνατης ερωτικήςαρμονίας, που αρχίζει σαν υπόσχεση αλλάμε σίγουρα βήματα παίρνει την κατηφόρα,φθίνει. Ήταν όμως αυτό το ζητούμενο ήαπλώς η δραματουργία δεν μπόρεσε ναστηρίξει τη σκηνική πράξη, ως όφειλε;

Εξηγούμαι:τι θέση είχε στην παράσταση το βίντεομε τον λαϊκό τύπο που του αρέσουν οιγυναίκες, αλλά εκδίδεται με άνδρες;Είναι δείγμα κακής χρήσης του μέσου πουδεν εξυπηρετεί σε κανένα επίπεδο τηνπαράσταση. Τι εξυπηρετούσε η σκηνή μετον Κωνσταντίνο Ασπιώτη να φωνάζει«Θέλω να με δεις γυμνό» καθώςαφαιρεί ένα ένα τα ρούχα του; Πού κολλάειο προβληματισμός για το καρχαριάκι πουγεννήθηκε με «παρθενογένεση» ήγια την επιχείρηση αυτοκτονίας χιλιάδωναντιλοπών (από τοΠράσινα Μάτια της Ντυράς) πριν από150 χρόνια στο Μαρόκο; Κι η εικονογραφικήσκηνή με τον τεράστιο καρχαρία πουσύρεται στη σκηνή και από το στόμα τουοποίου βγαίνει ένας ματωμένος νέος μεβραζιλιάνικο μαγιό; Και επειδή ο ΈλβιςΠρίσλεϊ στήριξε τη μόδα της μπόσα νόβαμε την ταινία Fun inAcapulco, σημαίνει ότι έπρεπεαπαραιτήτως να υπάρχει σχετική σκηνή;

Όλαταιριάζουν, μπορεί να πει κανείς, κι οΡήγος έχει και άλλοτε δικαιολογήσειφλύαρα ή ακόμη και αυθαίρετα αθροίσματα.Οι ιδέες δεν υπηρετούν τη δραματουργίαοργανικά και μένουν έκθετες από τηναμείλικτη σκηνική αναγκαιότητα.Κατακλείδα τής κατά τη γνώμη μου βιαστικήςδραματουργίας της παράστασης είναι τοφινάλε, που είναι τόσο σύντομο ώστε ναμην ολοκληρώνει κυκλικά ούτε τηνπαράσταση ούτε και την ιδέα της αέναηςεπανάληψης στη φύση και στο ανθρώπινοβίωμα.

Ταυποκριτικά μέρη ήταν καλύτερα από ταχορευτικά (σόλο και ντουέτα). Από τιςκαλύτερες στιγμές είναι σίγουρα τατέσσερα τραγούδια που ερμηνεύει έξοχαη Μαρία Ναυπλιώτου, ενώ η Θέμις Μπαζάκαήταν πολύ μόνη σ' αυτή την παράσταση -χρειάζονταν οπωσδήποτε έναν παρτενέρπου να ταιριάζει με την ηλικία και τηνπροσωπικότητά της.

Τελικάπιστεύω ότι αν η Bossa Novaπεριοριζόταν στο συγκεκριμένο μουσικόtrend και στις κοινωνικοπολιτισμικέςαναφορές του, χωρίς να το συνδέσει μετο «κλισέ θέμα» του έρωτα (γιατίμε κλισέ θέμα δύσκολα αποφεύγεις τηνκλισέ διαχείριση) και φρόντιζε τη χρονικήοικονομία της παράστασης ώστε να μηνξεπερνά μάξιμουμ τα 90 λεπτά, τότε οιεντυπώσεις θα ήταν σαφώς θετικές. Ημουσική, η παραλία, τα καλοντυμένακορίτσια κι αγόρια που κουνιούνται στοχαλαρό ρυθμό της μπόσα νόβα φτάνουν γιαμια παράσταση-ψευδαίσθηση χαράς καιαληθινού αισθήματος. Αλλά ο Ρήγος είναιπάντα βιαστικός και πολυδιασπασμένος.Δεν δίνει στις πλούσιες και πρωτότυπεςιδέες του το χρόνο που χρειάζονται όχιμόνο για να ανθίσουν, αλλά και για ναδώσουν καρπό. Στη καλλιτεχνική δημιουργία,όμως, όποιος τρέχει για να προλάβεισυνήθως χάνει το τρένο.

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ