Στην αθηναϊκή έκθεση του Γιάννη Κουνέλλη
Απρ11
 

Στην αθηναϊκή έκθεση του Γιάννη Κουνέλλη

Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, Παρασκευή 06/04/2012

Μνήμες, απουσίες, σπαράγματα, ίχνη. Ίχνη ανθρώπων που πέρασαν κι έφυγαν, σπαράγματα ανθρώπινης έκφρασης, αντικείμενα αφημένα στον χρόνο, απουσίες όλων αυτών που κάποτε τους ανήκαν και τα χρησιμοποιούσαν, μνήμες στις οποίες ο καλλιτέχνης επιστρέφει κάθε φορά που πλάθει μια νέα δημιουργία, ανασυνθέτοντας όλα όσα τον στοιχειώνουν. Η έκθεση του σημαντικού Έλληνα εικαστικού της διασποράς, εκ των χαρακτηριστικότερων εκφραστών του διεθνούς κινήματος της arte povera, Γιάννη Κουνέλλη εγείρει συγκινησιακά οποιονδήποτε αφεθεί να αισθανθεί πέρα από το προφανές των έργων του, κατασκευασμένων από τα πιο ευτελή υλικά, κάρβουνο, σπάγκο, λινάτσα, χώμα, γυαλί, ατσάλι και χιλιοφορεμένα παλτά, παπούτσια, καπέλα, αγορασμένα από τα παλιατζίδικα. Υλικά με τα οποία ο Κουνέλλης στήνει έναν κόσμο τραχύ, άγριο, σχεδόν πένθιμο, και ας το αρνείται - ίσως για να προλάβει τις παρερμηνείες κάθε είδους. Αλλά πώς ν’ αποφύγει κανείς τους συνειρμούς στην έκθεση που μόλις άνοιξε στο Μέγαρο Σταθάτου και η οποία, ενταγμένη στον μεγαλοαστικό διάκοσμο του παλιού αρχοντικού, τόσο με τα χρώματα όσο και με τη στιλπνότητα των έργων της επαναφέρει μια σκληρή ποίηση ελληνικών καταβολών.

Στο ισόγειο τέσσερις «εστίες» στοιβαγμένων σακιών από λινάτσα, παραγεμισμένων με κάρβουνο. Το ένα να «περιέχει» σπασμένα λευκά αρχαιοπρεπή εκμαγεία προσώπων ανάκατα με εφημερίδες, το άλλο εκατοντάδες σκελετούς γυαλιών οράσεως -ως τα τελευταία ίχνη θνητών ανθρώπων που έφυγαν;-, το επόμενο χώμα και μια μεταλλική πλάκα σαν τάφος, το τελευταίο είναι καλυμμένο με μαύρο πανί, όπως και ο πολυέλαιος ακριβώς από πάνω του, αναπόφευκτα παραπέμποντας σε πένθιμα σύμβολα της ελληνικής παράδοσης. Το υπερμέγεθες καβαλέτο με τα σκουρόχρωμα πανωφόρια, ραμμένα με σπάγκο, μοιάζει να «δένει» μ’ έναν οριστικό και τελεσίδικο κόμπο το ανθρώπινο στοιχείο με τη μοίρα του, όπως και ο μεταλλικός πίνακας με θραύσματα, σαν αποτυπώματα προσώπων, κομματιασμένα εκμαγεία πάλι.

Στον επάνω όροφο ο καλλιτέχνης υποδέχεται το κοινό του μ’ ένα μαχαίρι κρεμασμένο κάθετα σε λευκό φόντο: ένας ανάποδος μεταλλικός σταυρός από τον οποίο κρέμεται μια παλιά λάμπα πετρελαίου, σαν να μην έσβησε ποτέ από τη μνήμη του από τότε που ήταν παιδί. Μια πέτρα σαν βράχος -ψυχικό άχθος ή το πεπρωμένο του Σίσυφου;- τοποθετημένη σε καρέκλα καφενείου. Τα μαύρα πανωφόρια, κρεμασμένα σαν σφαχτάρια από ατσάλινους γάντζους, παραταγμένα σε κατάλευκο χώρο, δίνουν την αίσθηση δέρματος φιδιού που αφέθηκε πίσω, ανθρώπινα τσόφλια, κουκούλια πεταλούδας, μιας ψυχής που πέταξε μακριά. Το ίδιο και με τα παλιά παπούτσια και τα καπέλα, ανθρώπινα απομεινάρια που υπογραμμίζουν την απουσία εκείνων που κάποτε τα φορούσαν. Πόσο ωραίο και υπερήφανο στέκει το έργο με τα πράσινα μπουκάλια, επάνω στα οποία ένα ακόμα γαντζωμένο παλτό, τυλιγμένο σαν από άσπρο καραβόπανο, να θέλει να σαλπάρει - για το μεγάλο ταξίδι, που λέει και ο Κουνέλλης…

 

Χρήστος Παρίδης

 
 
 
 
I WAS THERE