PATRICK MODIANO: ΣΤΟ CAFE ΤΗΣ ΧΑΜΕΝΗΣ ΝΙΟΤΗΣ
Ας το πούμε από την αρχή: Βιβλία όπως το νέο μυθιστόρημα του Πατρίκ Μοντιανό "Στο café της χαμένης νιότης" επιστρέφουν στη λογοτεχνία την ορμητική δύναμη και τις αρετές που συχνά στερείται.
Τοβιβλίο του Μοντιανό,αν και διαδραματίζεται στο Παρίσι του‘60, στη θρυλική rivegauche,στα στέκια των μποέμ, δεν προκαλεί τηγνώριμη νοσταλγική αναπόληση τουπαρελθόντος ή της νιότης που πέρασε,ούτε θρηνεί πάνω από τα ερείπια τωνχαμένων ιδεολογιών. Ο Μοντιανό μέσα απότη ζωή μιας νεαρής γυναίκας, τηςαινιγματικής Λουκί, αποκαλύπτειδιακριτικά την ευθραυστότητα της ζωήςκαι την ψυχή μιας πόλης, τη σκληρή καιμελαγχολική ομορφιά του Παρισιού.
ΗΛουκί είναι πρόσωπο με «θαμπή»ταυτότητα. Δεν γνώρισε ποτέ τον πατέρατης. Μεγάλωσε μόνη, σιωπηλά σ' ένα άδειοσπίτι, περιμένοντας τη μητέρα της ναεπιστρέψει από τη νυχτερινή δουλειάτης στο Moulin-Rouge.Δεν άργησε να βγει στους δρόμους, ναπεριπλανηθεί σε αλλόκοτα μέρη, να νιώσειοικεία δίπλα σε άλλους μοναχικούςανθρώπους. Η πιο φωτεινή στιγμή τηςείναι όταν εισέρχεται από μια στενήπόρτα στο café«Conde»και γίνεται μέλος μιας παράξενης παρέαςαποτελούμενης από μποέμ, εκκολαπτόμενουςσυγγραφείς, φοιτητές, πότες και ανθρώπουςπου ζουν δίχως αύριο στον ίσκιο τηςλογοτεχνίας και των τεχνών. Εκεί θααποκτήσει το ψευδώνυμο Λουκί, αφήνονταςπίσω τον παλιό της εαυτό κι έναν βαρετόσύζυγο. Και από εκεί θα συνεχίσει μέχριτέλους το μοναχικό και δύσκολο ταξίδιτης στον κόσμο, με μοναδικές αναλαμπέςτου, τη μέθη από μια αδιάκοπη επιθυμίαγια φυγή.
Τοπορτρέτο της Λουκί σκιαγραφείται μέσααπό τις αφηγήσεις των ανθρώπων που τηγνώρισαν ή την είδαν να περνά σαν σκιάαπό τη ζωή τους: τον πρώην σύζυγό της,έναν ιδιωτικό ντετέκτιβ, ένανμυθιστοριογράφο. Η ίδια περιγράφειεπίσης σ' ένα κεφάλαιο του βιβλίου τηνπεριπλάνησή της στην πόλη μ' ένα αίσθημασπαρακτικής ελευθερίας: «Περπατούσα,ανυπομονώντας να φτάσω στο τέλος, εκείόπου ήταν μόνο το γαλάζιο του ουρανούκαι το κενό».
Ηιστορία και η περιπλάνηση της Λουκίδίνει την ευκαιρία στον Μοντιανό ναχαρτογραφήσει το Παρίσι, τα κτίρια, τακαφέ,τα βιβλιοπωλεία, τις γειτονιές, τιςλεωφόρους, τις πεζογέφυρες του εναέριουμετρό. Και να μιλήσει, εν τέλει, για τις«ουδέτερες ζώνες» της πόλης καιτου ανθρώπινου ψυχισμού: για χώρουςμεταβατικούς όπου κανείς δεν σου ζητάταυτότητα, για τις επιθυμίες και όλουςεκείνους τους ανθρώπους που περνάνεαπό τη ζωή μας και χάνονται στη δίνη τηςπόλης και στο βάθος των δρόμων. Γιαπάντα.