Νίκος Αδάμ Βουδούρης: Καϊάφας
Πώς η περιπλάνηση του αφηγητή, ανά την Πελοπόννησο, με έναν χαμένο σκύλο μετατρέπεται σε ένα συναρπαστικό ανάγνωσμα
Σε έναν άλλο χωρόχρονο, με συγκεκριμένες αυτήν τη φορά συντεταγμένες και ονόματα, αλλά με αντίστοιχες υπαρξιακές αναζητήσεις, βρίσκεται ο Καϊάφας του Νίκου Αδάμ Βουδούρη από τις εκδόσεις Πατάκη. Ένας μοναχικός άνδρας βγαλμένος από τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα παρατάει τη δουλειά του και τη μητέρα του, με την οποία συγκατοικούσε, και περιπλανιέται στη νοτιοδυτική Πελοπόννησο. Αλλάζει ονόματα και ρόλους, πιάνει και μια περιστασιακή δουλειά σε μια ταβέρνα, όπου παραδόξως γίνεται πολύ δημοφιλής, συνομιλεί με κόσμο, κάνει κάμπινγκ και γυμνισμό και αρκείται στα πρώτα υλικά της μοναξιάς του. Αυνανίζεται, κοιμάται λίγο, ικανοποιεί τις σωματικές του ανάγκες αποκλειστικά με πόρνες. Αυτή η προσφορά ωστόσο δεν τον συγκινεί και μένει στα βασικά, όπως αδιάφορες τον αφήνουν και οι εικόνες που εναλλάσσονται γύρω του, καθώς καταδύεται σε αυτό το road trip που μεταφορικά εκλαμβάνεται ως περιπλάνηση στον ίδιο του τον εαυτό. Το σύμπαν όλο φθίνει και σμικρύνεται – δεν απομένει πια παρά ο καφές, οι στοιχειώδεις ανάγκες του και ο εαυτός του. Με μοναδική, ίσως, εξαίρεση ένα τετράποδο, τον αγέρωχο Σαμψών, που συναντάει τυχαία σε μια παραλία και τον παίρνει μαζί του, μετατρέποντάς τον εν μια νυκτί σε σύντροφο και οδηγό. Με τον Σαμψών συνομιλεί νοερά και μοιράζεται τα πάντα και σταδιακά αυτή η συνενοχή αποκτά αναπάντεχες διαστάσεις: μαζί με το σκυλί απολαμβάνει το στραφτάλισμα της θάλασσας σε κάποιο νυχτερινό μπάνιο, σμίγει με το μυστηριώδες θαύμα της φύσης, που αποκαλύπτεται μπροστά του άλλοτε μοναδική και άλλοτε τρομακτική – χαρακτηριστική είναι η σκηνή με τις νυχτερίδες. Τίποτα δεν τον τρομάζει, γιατί αντλεί δύναμη από τον Σαμψών του: «Με πήρε το γελοίο του πράγματος, εξάλλου πεινούσα, και προσγειώθηκα στα τετριμμένα, πάμε, πρόσταξα, κατεβήκαμε, κάνα δυο πέτρες κυλήσανε μαζί μας. Σκέφτηκα: Να κυλήσουν πολλές πέτρες, να μας χτυπήσουν, να ματώσουμε, να γίνουμε μαλλιά κουβάρια, σκύλος, άνθρωπος, λιθάρια, έτσι το 'πα, μα μέχρι να το πω είχαμε απλά κατεβεί. Μονάχα ο άνθρωπος που όργωνε ήρθε, μάζεψε τις πέτρες που κυλήσανε και τις έβαλε πάλι στον σωρό, μας είπε, καλό δρόμο». Ωστόσο κάτι απρόσμενο συμβαίνει και κάποια στιγμή ανακαλύπτονται οι πραγματικοί ιδιοκτήτες του σκύλου – τι θα πρέπει να κάνει ο Αδάμ μπροστά στην υποχρέωση να τον παραδώσει; Οι εναλλαγές των συναισθημάτων και η εσωτερική αγωνία του ήρωα αποκαλύπτονται μέσα από τον ρυθμό της αφήγησης και τον ενίοτε παραληρηματικό λόγο, γνώρισμα ενός ανθρώπου που δίνει τον δικό του αγώνα προς την εσωτερική ελευθερία. Πρόκειται για ένα δυνατό στη φαινομενική του απλότητα αφήγημα, ακριβές μαζί και πολύπλοκο, τρομακτικά αποκαλυπτικό, όπως οι εικόνες από τα διαλυμένα τοπία στην Ελλάδα των πυρκαγιών όπου λαμβάνει χώρα η περιπλάνηση. Και εκεί, ξεπροβάλλει κάτι τόσο σπαρακτικά τρυφερό, ειδικά στην περιγραφή της στενής σχέσης που αναπτύσσει ο ήρωας με το τετράποδο, που σπάνια συναντά κανείς στη σημερινή ελληνική πεζογραφία.