Τζέιμς Τζόυς: κάτι πέρα και πάνω από λογοτεχνία

Τζέιμς Τζόυς: κάτι πέρα και πάνω από λογοτεχνία Facebook Twitter
4

Η μοίρα των καινοτόμων είναι η περιπέτεια. Όχι μονάχα να ζούνε περιπέτειες αλλά να τις προκαλούν. Αναστατώνουν τα πάντα και τους πάντες γύρω τους, ακόμα κι αν δεν το επιδιώκουν. Αλλάζουν το τοπίο της τέχνης τους. Μεταβάλλουν δραστικά τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε τα πράγματα. Συνθέτουν ανήκουστες μελωδίες με τις λέξεις, με τα χρώματα, με τις νότες, ακόμα και με το πώς ανάβουν το τσιγάρο τους ή αγγίζουν την αγαπημένη τους. Είναι αυτοί που ανατρέπουν τους κανόνες του παιχνιδιού και επιβάλλουν αναίμακτα τους δικούς τους. Είναι αυτοί που μετά το πέρασμά τους από τούτον τον πλανήτη τίποτα πια δεν είναι όπως ήταν πριν. Είναι αυτοί που παράγουν νέα κριτήρια.

Τέτοιος άνθρωπος, τέτοιος καινοτόμος ήταν ο Τζέιμς Τζόυς. Πάντα Ιρλανδός, μα και πάντα εξόριστος. Πάντα Δουβλινέζος και Παριζιάνος, μα και πάντα Ευρωπαίος, παγκόσμιος, πέρα από τα όρια του χώρου και, μέσα από το πολυσχιδές έργο του, πέρα από τα όρια του χρόνου. Ο Τζόυς μπόρεσε να κάνει κέντρο του κόσμου μια μικρή κάμαρα, και τον ίδιο του τον μεγαλοφυή εαυτό. Κι από κει, βραδυφλεγώς, να αναστατώσει το σύμπαν, να κατακρημνίσει συμπαγείς πεποιθήσεις και στέρεες βεβαιότητες. Κάθε του βιβλίο ήταν κάτι πέρα και πάνω από τυπωμένες σελίδες, κάτι πέρα και πάνω από λογοτεχνία: ήταν ανάσα, βρυχηθμός, σπασμός, ουρλιαχτό, ψίθυρος, εξέγερση, μουσική των κορμιών, κλείσιμο αμετάκλητο ενός κύκλου και υπαινιγμός για το άνοιγμα χιλίων άλλων. «Αυτή η ξέφρενη Σύνοψη των πιο δελεαστικών παιχνιδιών, αυτή η Ποιητική τέχνη σε δέκα χιλιάδες μαθήματα, δεν είναι δημιουργία της τέχνης αλλά αυτοψία του πτώματός της», έγραψε εύστοχα και ανησυχητικά κάποιος θεωρητικός για το περιλάλητο Finnegans Wake. Δεν είναι καθόλου λίγο να καταφέρνεις να συμπυκνώσεις όλο το νόημα, όλο το μεγαλείο και όλη την τραγωδία της Μοντέρνας Τέχνης σε ένα μυθιστόρημα! Καθόλου λίγο!

Στο Πορτραίτο του καλλιτέχνη σε νεαρά ηλικία, ο Τζόυς θα συνοψίσει , με την πάντα συγκλονιστική λιτότητα των ανθρώπων που ξέρουν τι λένε και τι κάνουν, που λένε αυτό που κάνουν και κάνουν αυτό που λένε, το πιστεύω του, το non serviam, το ου δουλεύσω, δεν θα υποταχτώ: «Δεν θα υπηρετήσω κάτι στο οποίο δεν πιστεύω πια, είτε αυτό λέγεται σπίτι μου είτε πατρίδα μου είτε εκκλησία. Θα προσπαθήσω να εκφράσω τον εαυτό μου με κάποιον τρόπο ζωής ή τέχνης όσο μπορώ πιο ελεύθερα και πιο ολοκληρωμένα, χρησιμοποιώντας για άμυνά μου τα μόνα όπλα που επιτρέπω στον εαυτό μου – σιωπή, εξορία, πονηρία»

Το Δουβλίνο είναι πια ο Τζόυς, είναι το «Δουβλίνο του Τζέιμς Τζόυς», όπως το Παρίσι είναι το Παρίσι του Ζακ Πρεβέρ. Απαθανάτισε την πόλη όπου είδε, τις 2 Φεβρουαρίου του 1882, το πρώτο φως, όπου περιπλανιόταν ατέρμονες ώρες ρουφώντας το παγερό φως πάνω στη θάλασσα, στην άμμο, στα φουσκωμένα κύματα, παίζοντας ακατάπαυστα με τους λεκτικούς αντικατοπτρισμούς που χόρευαν στο μυαλό του από την εφηβεία και σ’ όλη του τη ζωή. Ταλαιπωρημένος από τους Ιησουίτες του Κολεγίου Κλόνγκουζ Γουντ, όπου τον έστειλε ο πατέρας του για να τον προικίσει με την καλύτερη παιδεία, ο Τζόυς θα τους χαρακτηρίσει « ένα τάγμα άκαρδων ανθρώπων που φέρουν το όνομα του Ιησού κατ’ αντίφρασιν», θα αποφασίσει να αμαρτήσει με μια γυναίκα που θα εκστασιαζόταν μαζί του μέσα στην αμαρτία, θα θελήσει να γίνει ένας περιπλανώμενος τροβαδούρος, ένας ανέστιος ποιητής της ζωής, ένας μεθοδικά ανέμελος παρίας. Το κύριο μέλημά του ήταν να δουλεύει ξανά και ξανά τις συλλαβές μέχρι να μοιάσουν με «αναρίθμητα πολύχρωμα πρίσματα». Ο Ερρίκος Ίψεν και, φυσικά, ο Βάρδος, ο Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, μαζί με το σύνθημα «Μακριά απ’ το να σε λυπούνται» θα γίνουν οι στύλοι για το γαϊτανάκι των περιπετειών του Τζόυς, θα γίνουν οι προσηλώσεις και τα σημεία αναφοράς του. Η πνευματική νάρκη που άπλωναν τα εκκλησιαστικά δόγματα του ήταν απεχθής. Ήθελε να γνωρίσει τον κόσμο με σάρκα και οστά, και μετά να τον μετατρέψει σε ένα πολυκύμαντο, βουερό, παλλόμενο έργο τέχνης.

Όπως τόσοι άλλοι λάτρεις των λέξεων και της ζωής, έτσι και ο Τζόυς θα ονειρευτεί το Παρίσι, ναι, κυριολεκτικά, το είδε στον ύπνο του και ήταν «ένα φως μέσα στο δάσος του κόσμου για τους εραστές». Και φυσικά θα πάει στο Παρίσι. Και θα γίνει εκεί ο βαθύτερος εαυτός του. Ο ίδιος του ο μύθος με σάρκα και οστά. Το γαλάζιο θα γίνει το αγαπημένο του χρώμα, θα έχει γι’ αυτόν μαγικές ιδιότητες φυλαχτού. Θα κάνει παρέα με γλεντζέδες φοιτητές, γλεντζές κι ο ίδιος, και θα φωτογραφίζεται μιμούμενος τις πόζες του Αρθούρου Ρεμπώ, σαν άσωτος μποέμ μ’ ένα μακρύ παλτό και αγέρωχο βλέμμα. Είναι ήδη ένας ανυπότακτος, ένας μοναδικός. Στο Πορτραίτο του καλλιτέχνη σε νεαρά ηλικία, ο Τζόυς θα συνοψίσει , με την πάντα συγκλονιστική λιτότητα των ανθρώπων που ξέρουν τι λένε και τι κάνουν, που λένε αυτό που κάνουν και κάνουν αυτό που λένε, το πιστεύω του, το non serviam, το ου δουλεύσω, δεν θα υποταχτώ: «Δεν θα υπηρετήσω κάτι στο οποίο δεν πιστεύω πια, είτε αυτό λέγεται σπίτι μου είτε πατρίδα μου είτε εκκλησία. Θα προσπαθήσω να εκφράσω τον εαυτό μου με κάποιον τρόπο ζωής ή τέχνης όσο μπορώ πιο ελεύθερα και πιο ολοκληρωμένα, χρησιμοποιώντας για άμυνά μου τα μόνα όπλα που επιτρέπω στον εαυτό μου – σιωπή, εξορία, πονηρία».

Τζέιμς Τζόυς: κάτι πέρα και πάνω από λογοτεχνία Facebook Twitter
Πάντα Ιρλανδός, μα και πάντα εξόριστος. Πάντα Δουβλινέζος και Παριζιάνος, μα και πάντα Ευρωπαίος, παγκόσμιος, πέρα από τα όρια του χώρου και, μέσα από το πολυσχιδές έργο του, πέρα από τα όρια του χρόνου. Ο Τζόυς μπόρεσε να κάνει κέντρο του κόσμου μια μικρή κάμαρα, και τον ίδιο του τον μεγαλοφυή εαυτό. Κι από κει, βραδυφλεγώς, να αναστατώσει το σύμπαν, να κατακρημνίσει συμπαγείς πεποιθήσεις και στέρεες βεβαιότητες.

Συνεπής στα λόγια του ήρωά του, ο Τζόυς θα ζήσει εκτός πατρίδας, εκτός εκκλησίας, εκτός οικογένειας, και, κατά πολλές έννοιες, εκτός λογοτεχνίας. Θα καταπιεί τόμους ολόκληρους, θα ελιχθεί στο αχανές ορυχείο της μυθιστοριογραφίας και της ποίησης, θαρρείς για να απορρίψει εντέλει τους πάντες και τα πάντα και να γίνει ο ίδιος ένα έργο τέχνης, ελισσόμενος ανάμεσα στα κολοσσιαία αριστουργήματα χωρίς να γίνει υποτακτικός τους, όπως ακριβώς ελισσόταν στα μπαρ όπου ήταν πασίγνωστος, «ένας υπεροπτικός νεαρός», όπως γράφει όμορφα η Έντνα Ο’ Μπράιεν, «με τριμμένα ρούχα, λαστιχένια παπούτσια και ναυτικό καπέλο, ικανός να ξεγλιστράει και να προσποιείται, να συζητάει για τον Ευκλείδη, τον Ακινάτη και τη Νέλλυ την Πουτάνα και να προειδοποιεί τους εχθρούς του ότι θα τους κουρελιάσει με τους σατιρικούς του στίχους». Είναι καλό να υπενθυμίζουμε ότι, παρ’ όλα όσα λένε, στην  επιστήμη της εξέγερσης η συνείδηση έρχεται πάντα πολύ νωρίς, κι ότι ο Τζόυς από πολύ νεαρός είχε κατασταλάξει σε θέσεις που άλλοι χρειάζονται δεκαετίες για να υιοθετήσουν όταν πια είναι πολύ αργά. Πίστευε, και το έλεγε μεγαλόφωνα, μεθυσμένος από ιρλανδέζικο ουίσκι και σιγουριά, ότι το ταλέντο του θα καίγεται πάντα με την «αρραγή έκσταση μιας ακατέργαστης πολύτιμης πέτρας», ότι η βία και ο πόθος είναι η αναπνοή της λογοτεχνίας, ότι αν κιοτέψεις έστω και μια στιγμή στη ζωή ή στην τέχνη είναι αναπόφευκτη η ολέθρια ολίσθηση στο βδέλυγμα των βδελυγμάτων: στη μετριότητα!

Θα γνωρίσει τη Νόρα Μπάρνακλ, και θα την ερωτευτεί παράφορα, αδιαφορώντας όπως κάθε γνήσιος άντρας αν αξίζει ή όχι τις περιποιήσεις, τις ικεσίες, τις καντάδες, τους καβγάδες, τον πόνο που συνοδεύουν κάθε τρελό έρωτα – καίτοι το «τρελός» όταν μιλάμε για τον Έρωτα είναι ένας φαιδρός πλεονασμός: κάθε έρωτας είναι τρελός ειδεμή πρόκειται για ανώδυνο και άτονο, για άχρωμο και άοσμο προσκοπισμό! Η κρίσιμη συνάντησή τους στις 16 Ιουνίου του 1904, πριν από ακριβώς έναν αιώνα, θα αναχθεί – και ιδού η ακαταμάχητη δύναμη του ερωτευμένου άντρα – όχι μονάχα σε μία από τις πλέον εμβληματικές ημερομηνίες της λογοτεχνίας αλλά και σε παγκόσμια γιορτή: ο Τζόυς την έκανε πρωταγωνίστρια στο αριστούργημά του, τον Οδυσσέα και έκτοτε όλος ο κόσμος ονομάζει «Μπλούμζντεη», «Μέρα του Μπλουμ», τη 16η Ιουνίου, και στο Δουβλίνο συρρέουν κάθε χρόνο πλήθη για να την τιμήσουν! Πρόκειται για μια από τις ευγενέστερες εκδικήσεις της λογοτεχνίας και του έρωτα το να ξεφαντώνει κάθε χρόνο μια πόλη γεμάτη προσκυνητές από όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης επειδή ένας συγγραφέας αντάμωσε με την αγαπημένη του!

O πλάνης Τζόυς θα ζήσει στην Τεργέστη, διδάσκοντας και διαβάζοντας, πίνοντας και γράφοντας, όπως έκανε σχεδόν σε όλη του τη ζωή, κι εκεί θα γεννηθεί ο γιος του, ο Τζόρτζιο και η θυγατέρα του, η Λουτσία. Θα συνθέσει τους περίφημους Δουβλιζένους, θα μετακομίσει στη Ρώμη, θα εργαστεί ως τραπεζικός υπάλληλος, θα επιστρέψει στην Τεργέστη, θα δανείζεται διαρκώς, πνιγμένος πάντα στα χρέη, και θα έχει τη φαεινή, πλην παταγωδώς αποτυχημένη ιδέα, να γίνει εισαγωγέας πυροτεχνημάτων και πράκτορας υφασμάτων!

Τζέιμς Τζόυς: κάτι πέρα και πάνω από λογοτεχνία Facebook Twitter
O Τζέημς Τζόυς φωτογραφίζεται από τη Gisèle Freund

Ενώ θα μένει προσηλωμένος στη Νόρα, ο ρομαντικός Τζέιμς Τζόυς δεν έμεινε αλώβητος από τα βέλη του έρωτα (ποιος μένει, άλλωστε; Μονάχα οι δειλοί!) Θα ξετρελαθεί με την Γερτρούδη Κέμπφερ, μια νεαρή γιατρό και συνάμα ασθενή – έπασχε από φυματίωση και βαθιά μελαγχολία. Θα παρασυρθεί σε αφροσύνες για τα μάτια αντιλόπης και τη χαρούμενη τραγουδιστή φωνή της Αμαλίας Πόππερ, μιας φοιτήτριάς του. Θα σαγηνευτεί από την αριστοκρατική ομορφιά της Μάρθας Φλάισμαν, θα την βομβαρδίζει με παθιασμένες ερωτικές επιστολές προτού καν μάθει το όνομά της – τις άφηνε ο ίδιος στο διαμέρισμά της και μετά στεκόταν έξω στο δρόμο  και την απολάμβανε την ώρα που εκείνη διάβαζε τις πυρωμένες και απρεπείς ικεσίες του. Η Φλάισμαν θα απαθανατιστεί,  θα γίνει η Ναυσικά του στον Οδυσσέα, υπέρτατη τιμή για μια γυναίκα που διάβαζε άψυχα μυθιστορήματα, που άλλαζε διάθεση ανάλογα με το φεγγάρι, που κύριο μέλημά της ήταν η ενδυματολογία. Κι ανάμεσα στη Νόρα και τους έρωτές του, ανάμεσα στους κανονιοβολισμούς του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και την καταφυγή του στη Ζυρίχη και στην ουδετερότητα της Ελβετίας,  ο Τζόυς θ’ αρχίσει να συνθέτει τον Οδυσσέα, έχοντας πια την οικονομική υποστήριξη της διορατικής ευεργέτισσάς του, της εύπορης Χάριετ Σω Γουήβερ. Θα τον ολοκληρώσει στο Παρίσι όπου εγκαταστάθηκε το 1920 και έμελλε να μείνει άλλα είκοσι χρόνια, έως λίγους μήνες πριν από τον θάνατό του. Αυτό το συγκλονιστικό βιβλίο, κάτι πέραν του μυθιστορήματος, κάτι σχεδόν πέραν της λογοτεχνίας, όπως και ό,τι άλλο θέλησε να συνθέσει ο Τζόυς, είναι συνάμα ιερουργία και βεβήλωση, είναι τραγούδι και ουρλιαχτό, είναι φιλοσοφική πραγματεία και πονεμένες αναμνήσεις, είναι εκ βαθέων εξομολόγηση και πείραμα, οχετός και ψαλμωδία. Στις 2 Φεβρουαρίου του 1922, την ημέρα των τεσσαρακοστών γενεθλίων του, εκδίδεται στο Παρίσι ο Οδυσσέας, από τον εκδοτικό οίκο Shakespeare & Co, της Αμερικανίδας Σύλβια Μπητς. Η έκρηξη έχει συντελεστεί, και η ιστορία της λογοτεχνίας παίρνει άλλη τροπή. Φυσικά, στις πουριτανικές Ηνωμένες Πολιτείες, το βιβλίο απαγορεύεται ως «πορνογράφημα», και θα χρειαστεί να κυλήσουν δύο ολόκληρες δεκαετίες ώσπου ο περίφημος πια δικαστής Γούλζυ με μιαν ακόμα πιο περίφημη αγόρευση αποφασίσει την ανάκληση της απαγόρευσης. Στο ρόλο άριστου λογοτεχνικού κριτικού, ο Γούλζυ θα μιλήσει  για «την οθόνη της συνείδησης με τις διαρκώς μεταλλασσόμενες καλειδοσκοπικές της εντυπώσεις, για πλαστουργημένα παλίμψηστα όχι μόνο της ζωής όπως την παρατηρεί καθένας γύρω του, αλλά και της ζώνης του λυκόφωτος, με τα ιζήματα από προηγούμενες αποτυπώσεις όπου κυριαρχεί το ασυνείδητο».

Στον Οδυσσέα οι λέξεις είναι ζωντανές, συνδυάζονται μαγικά, στροβιλίζονται, πάλλονται, σκιρτούν. Ο Σάμιουελ Μπέκετ επεσήμανε ότι, φέρ’ ειπείν , όταν μιλάει ο Τζόυς για μια χοροεσπερίδα, οι λέξεις δεν περιγράφουν το χορό αλλά χορεύουν οι ίδιες, κι αυτό είναι επίτευγμα του ποιητή, είναι απόλυτος σεβασμός αλλά και απέραντη μουσική ευαισθησία προς την πρώτη ύλη σου, τις λέξεις. Ο ίδιος ο Τζόυς, σε μιαν επιστολή του, χαρακτηρίζει τη γραφή του, το στιλ του, «ένα μουδιασμένο, στουμπωμένο, πατικωμένο, γοργονοειδές, μαρμελαδιαστό, νανουριστικό γράψιμο με κάτι από λιβάνι, μαριολατρεία, αυνανισμό, μύδια βραστά, την παλέτα ενός ζωγράφου, παπαρδέλες, κτλ, κτλ». Καινοτόμος δίχως χιούμορ είναι κάτι σαν εσπρέσο ντεκαφεϊνέ! Αλλά οι κακοήθεις και οι εξουσιαστές δεν έχουν χιούμορ, καθώς φαίνεται. Μετά την έκρηξη που προκάλεσε αυτός ο κυκεώνας των λέξεων, αυτός ο ορυμαγδός των συγκινήσεων, θα αρχίσει και η καταλαλιά: ο Τζόυς θα χαρακτηριστεί, ούτε λίγο ούτε πολύ, μισάνθρωπος, κοκαϊνομανής, υποχονδριακός κολεγιόπαις που τον τρώνε τα σπυριά του (αυτό από την Βιρτζίνια Γουλφ!), δευτέρας διαλογής (της ιδίας!!!), κόλακας και με το αζημίωτο συνοδός δουκισσών, μπολσεβίκος προπαγανδιστής, κατάσκοπος στην υπηρεσία της Αυστρίας, ενώ κάποιος παράφρων γραφειοκράτης θα πει ότι το κείμενο του Οδυσσέα ήταν ένας κώδικας για να επικοινωνεί ο Τζόυς με τη βρετανική Ιντέλιτζενς Σέρβις! Πολλοί συνάδελφοί του θα επιτεθούν στο στυλ του, θα το καταγγείλουν ως πεποιημένο, εξεζητημένο, αναληθοφανές. Αλλά όπως σημειώνει η Έντνα Ο’ Μπράιεν, «Από το σχεδόν υπό πολιορκία φυλάκιό του, ο Τζόυς είπε ότι η δεν είχε σημασία αν η τεχνική του ήταν αληθοφανής ή όχι, σημασία είχε ότι του χρησίμευσε ως γέφυρα για να περάσουν από κάτω τα δεκαοκτώ επεισόδια του Οδυσσέα. Τα στρατεύματά του είχαν περάσει, και οι αντίπαλοί του μπορούσαν να τινάξουν τη γέφυρα στον αέρα. Δεν τον ένοιαζε πια».

Παγερά αδιάφορος, ο Τζόυς θα προσηλωθεί στη συγγραφή του περιβόητου Finnegans Wake, διακηρύσσοντας σκασμένος στα γέλια ότι καταπιάνεται με ένα έργο που θα κάνει τους φιλολόγους να σπαζοκεφαλιάζουν τους επόμενους δύο αιώνες. Το έργο αυτό, ένα λεκτικό επίτευγμα άνευ προηγουμένου,  το έφτιαξε από το τίποτα εντελώς, με κεραυνούς και αστροπελέκια, δουλεύοντας εξαντλητικά επί δεκαέξι ολόκληρα χρόνια, δημιουργώντας μια νέα γλώσσα στο χωνευτήρι του μυαλού του, πλάθοντας έναν κυκεώνα από «λεξισκουπίδια», από «γλωσσομολυβδοπελεκήματα» όπως έλεγε ο ίδιος μια λεκτική ροή των όπως έρχονται λέξεων, και γελώντας βροντερά μες στα άγρια χαράματα, καθώς ήξερε πολύ καλά ότι πετυχαίνει να σπάσει το φράγμα ανάμεσα στο συνειδητό και το ασυνείδητο, να φέρει στο πεδίο της εγρήγορσης αυτό που άλλοι κάνουν στον ύπνο τους.

Το 1939, θα εκδοθεί το Finnegans Wake, αυτός ο μεγαλειώδης θρίαμβος της λογοτεχνίας και της ίδιας της ζωής. Την ίδια χρονιά, ο Σάμιουελ Μπέκετ θα τον βοηθήσει να μαζέψει τα χαρτιά και τα μολύβια του, και να εξοριστεί για μιαν ακόμα φορά. Οι ναζί εισέβαλαν στη Γαλλία, το Παρίσι έπεσε, και ο Ιρλανδός βρέθηκε και πάλι στη Ζυρίχη. Ο Τζόυς, σχεδόν τυφλός, με κλονισμένη την υγεία, θα καταρρεύσει στις 13 Ιανουαρίου του 1941, τρεις εβδομάδες πριν κλείσει τα πενήντα εννιά του χρόνια. Στη λιτή κηδεία του, ο τενόρος Μαξ Μιελί τραγούδησε την άρια «Addioterraaddiocielo» του Μοντεβέρντι. Ένα Βρετανός υπουργός είπε ότι η Ιρλανδία θα εκδικείται εις το διηνεκές την Αγγλία γεννώντας μεγαλοφυείς συγγραφείς που παράγουν λογοτεχνικά αριστουργήματα. Πιο μεστή και πιο… τζοϋσική, η Νόρα Τζόυς, μούσα αλλά και θύμα της ασύγκριτης πένας του Τζέιμς Τζόυς, θα του επιφυλάξει τον καλύτερο, και τόσο ζηλευτό, επιτάφιο: «Ο καημένος μου ο Τζιμ», θα γράψει στην αδελφή της, «ήταν σπουδαίος άνθρωπος».

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 13.1.2017

Βιβλίο
4

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Κλαούδια Πινιέιρο: «Είμαι γυναίκα, συγγραφέας, μητέρα, ειλικρινής, κουρελιασμένη»

Βιβλίο / Κλαούδια Πινιέιρο: «Είμαι γυναίκα, συγγραφέας, μητέρα, ειλικρινής, κουρελιασμένη»

Παρόλο που οι κριτικοί και οι βιβλιοπώλες κατατάσσουν τα βιβλία της στην αστυνομική λογοτεχνία, η συγγραφέας που τα τελευταία χρόνια έχουν λατρέψει οι Έλληνες αναγνώστες, μια σπουδαία φωνή της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας και του φεμινισμού, μοιάζει να ασφυκτιά σε τέτοια στενά πλαίσια.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΟΥΛΟΣ
Κωστής Γκιμοσούλης: «Δυο μήνες στην αποθήκη»

Το πίσω ράφι / «Δυο μήνες στην αποθήκη»: Οι ατέλειωτες νύχτες στο νοσοκομείο που άλλαξαν έναν συγγραφέα

Ο Κωστής Γκιμοσούλης έφυγε πρόωρα από τη ζωή. Με τους όρους της ιατρικής, ο εκπρόσωπος της «γενιάς του '80» είχε χτυπηθεί από μηνιγγίτιδα. Με τους δικούς του όρους, όμως, εκείνο που τον καθήλωσε και πήγε να τον τρελάνει ήταν ο διχασμός του ανάμεσα σε δύο αγάπες.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Έτσι μας πέταξαν μέσα στην Ιστορία

Βιβλίο / Το φιλόδοξο λογοτεχνικό ντεμπούτο του Κώστα Καλτσά είναι μια οικογενειακή σάγκα με απρόβλεπτες διαδρομές

«Νικήτρια Σκόνη»: Μια αξιοδιάβαστη αφήγηση της μεγάλης Ιστορίας του 20ού και του 21ου αιώνα στην Ελλάδα, από τα Δεκεμβριανά του 1944 έως το 2015.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
Γκρέγκορ φον Ρετσόρι: Αποχαιρετώντας μια Ευρώπη που χάνεται

Βιβλίο / Γκρέγκορ φον Ρετσόρι: Αποχαιρετώντας μια Ευρώπη που χάνεται

Ένας από τους τελευταίους κοσμοπολίτες καλλιτέχνες και συγγραφείς αυτοβιογραφείται στο αριστουργηματικό, σύμφωνα με κριτικούς και συγγραφείς όπως ο Τζον Μπάνβιλ, βιβλίο του «Τα περσινά χιόνια», θέτοντας ερωτήματα για τον παλιό, σχεδόν μυθικό κόσμο της Ευρώπης που έχει χαθεί για πάντα.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
CARRIE

Βιβλίο / H Carrie στα 50: Το φοβερό λογοτεχνικό ντεμπούτο του Στίβεν Κινγκ που παραλίγο να καταλήξει στα σκουπίδια

Πάνω από 60 μυθιστορήματα που έχουν πουλήσει περισσότερα από 350 εκατομμύρια αντίτυπα μετράει σήμερα ο «βασιλιάς του τρόμου», όλα όμως ξεκίνησαν πριν από μισό αιώνα με την πρώτη περίοδο μιας ντροπαλής και περιθωριοποιημένης μαθήτριας γυμνασίου.
THE LIFO TEAM
Οι «Αρχάριοι» του Ρέιμοντ Κάρβερ, ήρωες τσακισμένοι από το κυνήγι του αμερικανικού ονείρου

Το πίσω ράφι / Οι «Αρχάριοι» του Ρέιμοντ Κάρβερ, ήρωες τσακισμένοι από το κυνήγι του αμερικανικού ονείρου

Γεννημένος στο Όρεγκον τα χρόνια που ακολούθησαν την οικονομική κρίση του '29, γιος μιας σερβιτόρας κι ενός εργάτη σε εργοστάσιο ξυλείας, ο κορυφαίος εκπρόσωπος του «βρόμικου ρεαλισμού» βίωσε στο πετσί του την αθλιότητα, τις δυσκολίες και την αποξένωση που αποτύπωσε στο έργο του.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Μιχάλης Μακρόπουλος: «Ζούμε σε μια εποχή βαθιάς μοναξιάς, μέσα σε μια θάλασσα διαδικτυακών “φίλων”».

Βιβλίο / Μιχάλης Μακρόπουλος: «Ζούμε στη βαθιά μοναξιά των διαδικτυακών μας “φίλων”»

Ο συγγραφέας και μεταφραστής μιλά για τη δύναμη της λογοτεχνίας, για τα βιβλία που διαβάζει και απέχουν απ’ όσα σήμερα «συζητιούνται», για τη ζωή στην επαρχία αλλά και για το πόσο τον ενοχλεί η «αυτοπροσωπολατρία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης».
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
To «παράνομο» σεξ στην Αθήνα του Μεσοπολέμου σε μια νέα μελέτη

Βιβλίο / To «παράνομο» σεξ στην Αθήνα του Μεσοπολέμου σε μια νέα μελέτη

Κόντρα στα κυρίαρχα ήθη, ο Μεσοπόλεμος υπήρξε διεθνώς μια εποχή σεξουαλικής ελευθεριότητας. Μια πρωτότυπη έκδοση από τους Τάσο Θεοφίλου και Εύα Γανίδου εστιάζει στις επιδόσεις των Αθηναίων στο «παράνομο» σεξ, μέσα από δημοσιεύματα εφημερίδων της εποχής, με τα ευρήματα να είναι εντυπωσιακά, ενίοτε και σπαρταριστά.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Εύα Στεφανή: «Με συγκινεί ακόμα ο «Πεισίστρατος» του Γιώργου Χειμωνά»

The Book Lovers / Εύα Στεφανή: «Βρίσκω θεραπευτικά τα μυθιστορήματα της Άγκαθα Κρίστι»

Ο Νίκος Μπακουνάκης συζητάει με την Εύα Στεφανή, σκηνοθέτιδα και καθηγήτρια Κινηματογράφου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, για τη διαδρομή της από την Δάφνη ντι Μοριέ στον Ε.Χ. Γονατά κι από τον Τσβάιχ στον Γιώργο Χειμωνά.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
Το συναρπαστικό ντεμπούτο της Ρένας Λούνα είναι καλή λογοτεχνία

Βιβλίο / Το συναρπαστικό ντεμπούτο της Ρένας Λούνα είναι καλή λογοτεχνία

Οι «Αλεπούδες του Περ-Λασαίζ» είναι ένα μυθιστόρημα άριστα δομημένο, με πυκνό λόγο και πλήθος πραγματολογικών στοιχείων, που αναπλάθει τη γαλλική επαρχία των ’50s μέσα από μια απελπισμένη ερωτική ιστορία με φεμινιστική χροιά. 
M. HULOT
Η σημασία του Le Corbusier σήμερα

Βιβλίο / Η σημασία του Le Corbusier σήμερα

Ο σπουδαίος αρχιτέκτονας και στοχαστής, που έβαλε ποίηση στο σκυρόδερμα και συνέδεσε τα οράματα ενός σύγχρονου «Blade Runner» με τον Παρθενώνα, μοιάζει σήμερα να έχει μεγαλύτερο αντίκτυπο και σημασία όσο ποτέ. Η «Συζήτηση με τους φοιτητές της αρχιτεκτονικής» από εκδόσεις ΠΕΚ αποδεικνύει γιατί.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Οι δεσποινίδες της Αβινιόν ήταν από το Τσανάκ Καλέ

Βιβλίο / Οι δεσποινίδες της Αβινιόν ήταν από το Τσανάκ Καλέ

Τα κεραμικά των Δαρδανελλίων, ο συσχετισμός τους με την ταυτότητα, με το συναίσθημα. Ένα γοητευτικό βιβλίο δείχνει πώς τα «λαϊκά», «αγροτικά» κεραμικά συνδέονται με το κίνημα Arts & Crafts, με τον ιαπωνισμό, με τις διακοσμητικές τέχνες και το ντιζάιν στο τέλος του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ

σχόλια

3 σχόλια
Να προτιμήσεις τη μετάφραση του Ανευλαβή απο την έκδοση του κάκτου. Είναι πιο κοντά στο πρωτότυπο και οι σημειώσεις είναι υπερπολύτιμες.Έχοντας διαβάσει και τις δύο εκδόσεις αυτή του κάκτου είναι μακράν πιο κατανοητή.