Καπνίζει ή όχι τελικά το ελληνικό εστιατόριο;

Καπνίζει ή όχι τελικά το ελληνικό εστιατόριο; Facebook Twitter
31

 

Όταν πρωτοψηφίστηκε ο νόμος, η απαγόρευση μας έβαλε τα δυό πόδια σ’ένα παπούτσι, εμάς τους καπνιστές. Το σαφέστατο «όχι» της κάθε διεύθυνσης εξωστράκισε στο πεζοδρόμιο την κακή μας συνήθεια, κι εκείνο τον πρώτο χειμώνα καπνίσαμε παγωμένα τσιγάρα της μισής χαράς, όρθιοι και τουρτουρίζοντες εκτός του νυμφώνος, με όλο το μαγαζί να μας κοιτά στο πήγαιν’έλα προς την έξοδο ανάμεσα στο κυρίως και το επιδόρπιο.

Αντίθετα απ’όσα λέγανε οι ομόλογοι ευρωπαίοι που βίωσαν πρώτοι το «έξω από δω» του τσιγάρου, στα κατώφλια του βιαστικού καπνίσματος δεν συνέβη κανένα συνταρακτικό στη ζωή μας: δεν κάναμε καινούριους φίλους, η περιθωριοποίηση δεν μας έφερε πιο κοντά, στην ατζέντα μας δεν προσθέσαμε το όνομα το όνομα του διπλανού ομοϊδεάτη με τον οποίο γίναμε κολλητοί ανάμεσα σε δέκα ρουφηξιές και κυρίως, δεν ξέρω κανένα ζευγάρι που ενώθηκε με τα δεσμά του πρώτου φλερτ χάρη σε ένα παράλληλο τσιγάρο της απαγόρευσης.

Μετά την πρώτη εσωτερική εξέγερση-δεν πρόκειται να ξαναβγώ ποτέ έξω για φαγητό-, ωστόσο, ο καπνιστής εαυτός μας έμαθε δυό-τρία πράγματα που δεν ξέραμε γι’αυτόν: στην τελική σε όλα προσαρμόζεσαι, το φαγητό έξω σημαίνει πολλές περισσότερες ηδονές από μια κακιά έξη, και τί ωραία που νοιώθεις όταν γλυτώνεις κάμποση νικοτίνη έστω και με το στανιό. Γίναμε παρατηρητές του εθισμού μας, η εικόνα του πάνω-κάτω για ένα τσιγάρο ανάμεσα στα πιάτα δεν ήταν και για πολλά συγχαρητήρια, η αξιοπρέπεια του μεσόγειου που νοιάζεται για το βλέμμα των άλλων μας συμόρφωσε, το ήπιαμε ακάπνιστο κι αυτό το ποτήρι, λίγο-πολύ συμμορφωθήκαμε.

Και πάνω που το πήραμε απόφαση, άρχισε ο παραλογισμός. Λες και ο έλληνας, μετά από κάθε στριμωγμένο νόμο, χρειάζεται μια μικρή ανάσα προσαρμογής για να μηχανευτεί πώς θα τον παραβιάσει, πώς θα τον καταργήσει, πώς θα τον γράψει στα παλιά του τα παπούτσια, πώς θα του ανοίξει το αγαπημένο του «παραθυράκι». «Μετά τις 12 που φεύγουν οι περισσότεροι, θα το κανονίσουμε!». «Μόλις φύγει το απέναντι τραπέζι που είναι λιγάκι περίεργο, βγάλτε τα πακέτα διακριτικά!».

Ποτήρια με βρεμένες χαρτοπετσέτες, πιατάκια του καφέ και λοιπά ανορθόδοξα σταχτοδοχεία άρχισαν να μοιράζονται «κάτω από το τραπέζι» συνωμοτικά, το γκαρσόνι ρωτά τους δίπλα αν ενοχλούνται να ανάψω ένα τσιγαράκι εγώ η θεριακλού, δεν προλαβαίνω να ακούσω το κλικ του αναπτήρα και σαν την Ολυμπιακή φλόγα ο ήχος μεταδίδεται σε όλο το μαγαζί που ξεφυσά σε απόλυτο συγχρονισμό την πρώτη ρουφηξιά της ανακούφισης, το κάπνισμα γίνεται αίνιγμα: σήμερα θα βγω, για να δούμε, θα καπνίσω για δεν θα μ’αφήσουν.

Άλλοτε πάλι, στο μαγαζί που έχεις σταμπάρει «ελευθέρας» σου προκύπτει ακάπνιστη μια βραδιά γιατί στο πλάι τραπέζι προέκυψε έγκυος, υπάλληλος του Δήμου, του Υγειονομικού ή ορκισμένος αντικαπνιστής καρδιοχειρούργος, χαμένοι στη μετάφραση οι καπνιστές πιάνουμε το πακέτο και δεν ξέρουμε αν είναι ντροπή να το βγάλουμε από τα σκοτάδια της τσάντας στο φως της κοινωνικότητας, σκανάρουμε τα τραπέζια ανιχνεύοντας την ύπαρξη σταχτοδοχείων, κρεμόμαστε από το βλέμμα των γκαρσονιών περιμένοντας αντιδράσεις, δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από τον καπνιστή που ενοχλεί με τα ντουμάνια του τους υπόλοιπους που δεν φταίνε σε τίποτα, οι «υπαίθριοι» χώροι μεγαλώνουν αλλά δεν μας χωράνε, τα μαγαζιά βουλιάζουν κάτω από αντιαισθητικά, προχειροφτιαγμένα πλαστικά αίθρια ενώ τα εύμορφα εσωτερικά κλαίνε τη μοναξιά δυό-τριών τραπεζιών, πείτε μου τί να κάνω;

Το ένα αφεντικό σου λέει «εγώ τους γράφω, στο μαγαζί μου καπνίζουμε!». Το άλλο σου λέει «εδώ ποτέ! Ακόμη και οι καπνιστές πελάτες μου χαίρονται τον καθαρό ουρανό μου». Κι όλοι μαζί περιμένουμε τις αίθριες μέρες που τα τραπεζάκια έξω έρχονται για να ομονοήσουμε και πάλι, τα δυό στρατόπεδα. Αφετέρου, καθώς η επαγγελματική μου ιδιότητα πολύ συχνά με βάζει στην κουζίνα να πω ένα «γεια» στον σεφ, πολλές φορές έχω εντυπωσιαστεί από τα βουνά με τις γόπες-που δεν είναι καθόλου θαλασσινές-γόπες που κυκλοφορούν ελεύθερες πλάι σε αφρούς ελιάς και φέτας στις πιο γκουρμέ κουζίνες, αυτές που συνοδεύουν αυστηρώς αντικαπνιστικές σάλες.

Κι αν επικαλεστείς το νόμο να σε βάλει σε μια τάξη, να σε συνετίσει μ’ένα πρόστιμο, να σε βάλει στη θέση σου ή να σου δώσει το πράσινο φως, θα τον βρεις πολύ απασχολημένο, να απουσιάζει για άλλες πιο επείγουσες δουλιές. Εδώ το κράτος αδυνατεί να καταστρώσει ένα φορολογικό, πού να ξενυχτάει κι από πάνω κυνηγώντας τα δικά σου τσιγάρα; Ο επόμενος χειμώνας, λέει, θα είναι αυστηρός. Σαν τη δίαιτα από Δευτέρα μου ακούγεται.

Γεύση
31

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Agora symi

Γεύση / Agora: Η πιο γραφική ανηφόρα της Σύμης οδηγεί σε μια κουζίνα με χαρακτήρα

Σε ένα μικρό μπαλκόνι με θέα τα παστέλ αρχοντικά της Σύμης, ο Χρήστος Σιδηρόπουλος σερβίρει μια ελληνική κουζίνα που συνομιλεί με το παρελθόν χωρίς να το αντιγράφει – μιλάει χαμηλόφωνα, αλλά ακούγεται καθαρά.
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
Οι ανθοί της cucina povera

Γεύση / Κολοκυθανθοί: Τα λουλούδια της φτωχής αλλά σοφής κουζίνας

Τα άνθη που είτε βουτιούνται στο κουρκούτι είτε γίνονται τροφαντός ντολμάς κρύβουν φθαρτή ομορφιά και μεγάλη γευστική παράδοση — πολύ πριν ο οδηγός Michelin αναδείξει τάσεις σαν το zero waste και το «από το χωράφι στο τραπέζι».
ΝΙΚΟΣ Γ. ΜΑΣΤΡΟΠΑΥΛΟΣ
Αμπέλι, άστρα και συναίσθημα: Ο Θοδωρής Κοντογιάννης και η βιοδυναμική οινοποίηση

Το κρασί με απλά λόγια / Αμπέλι, άστρα και συναίσθημα: Ο Θοδωρής Κοντογιάννης και η βιοδυναμική οινοποίηση

Πώς επηρεάζει η αστρονομία τις καλλιεργητικές πρακτικές στο αμπέλι; Η Υρώ Κολιακουδάκη και ο Παναγιώτης Ορφανίδης σε μια συζήτηση με τον Θοδωρή Κοντογιάννη για τη σχέση του ανθρώπου με τη γη, την τεχνολογία και το κρασί, έξω από τα συνηθισμένα.
ΥΡΩ ΚΟΛΙΑΚΟΥΔΑΚΗ
Οι ιδιαίτερες γεύσεις του καλοκαιριού στο Αιγαίο

Γεύση / Σαρδέλες Καλλονής, Φούσκες, Σκίζα. Αυτή είναι η γεύση του Αιγαίου

Οι μένουλες Καρπάθου, το σπινιάλο Καλύμνου, η σκίζα της Μήλου και η μόστρα της Μυκόνου: Από τον ιωδιούχο αφρό του Αιγαίου ως τα μητάτα των Κυκλάδων, η γεύση του καλοκαιριού αποτυπώνεται σε προϊόντα που φέρουν την ιστορία και το φως των νησιών.
ΝΙΚΟΣ Γ. ΜΑΣΤΡΟΠΑΥΛΟΣ
ΕΠΕΞ Ελένη Σαράντη

Γεύση / Ελένη Σαράντη: «Κυνήγησα πράγματα που τελικά δεν είχαν σημασία»

Μετά από μια δύσκολη στιγμή, κατάλαβε πως η μόνη επιβράβευση που μετρά δεν είναι τα αστέρια, αλλά το “φάγαμε καταπληκτικά”. Όταν την αποκαλούν σεφ, απαντά απλά: «Εγώ μαγειρεύω». Η υπερήφανη μαγείρισσα που προκαλεί ουρές στην οδό Σαλαμίνος, στον Κεραμεικό, είναι η Αθηναία της εβδομάδας.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Από τη γαλλική bistronomie στο σαμιώτικο αμπέλι: Η συναρπαστική διαδρομή του Βασίλη Αλεξίου

Το κρασί με απλά λόγια / Από τη γαλλική bistronomie στο σαμιώτικο αμπέλι: Η συναρπαστική διαδρομή του Βασίλη Αλεξίου

Ο σεφ και οινοποιός μας ταξιδεύει από τη Σαντορίνη στο Παρίσι, στο Μarais, όπου είχε μια πολύ επιτυχημένη μακρόχρονη πορεία ως ένας από τους δημιουργούς του ρεύματος του bistronomie. Τώρα βρίσκεται στη Σάμο όπου φτιάχνει κρασιά τα οποία εκφράζουν την προσωπικότητά του και τον χαρακτήρα του, με σκοπό να τα απολαμβάνει ο κόσμος με το φαγητό του, μαζί με άλλους ανθρώπους.
THE LIFO TEAM
Νάπολη: Γιορτάζοντας τη χαρά της ζωής στη σκιά του Βεζούβιου

Nothing Days / Νάπολη: Γιορτάζοντας τη χαρά της ζωής στη σκιά του Βεζούβιου

Ένα «ανοιξιάτικο» τριήμερο σε μία πόλη που ξέρει από φυσικές καταστροφές αλλά ξέρει και να υμνεί τη ζωή, και μία μεγάλη βόλτα στην Πομπηία και στο Ερκολάνο. Από το αρχαίο «fast food» στις σύγχρονες γεύσεις της ναπολιτάνικης κουζίνας.
M. HULOT
Τραπέζι κάτω από την κληματαριά

Γεύση / Τραπέζια κάτω από βαθύσκιωτες κληματαριές. Αυτό είναι το καλοκαίρι

Σκάροι με μπάμιες μαγειρεμένα στον χυμό των ανώριμων σταφυλιών από την κληματαριά της αυλής μας, σκορπιοί μακαρονάδα με ρόγες των ώριμων τσαμπιών, καθώς και αρνάκι κοκκινιστό με γλυκόξινες αγουρίδες. Αυτές είναι οι γεύσεις που αξίζουν τον ίσκιο της κληματαριάς.
ΝΙΚΟΣ Γ. ΜΑΣΤΡΟΠΑΥΛΟΣ
Αν ζούσε ο Κωνσταντίνος Αντωνόπουλος, το ελληνικό κρασί θα ήταν διαφορετικό

Το κρασί με απλά λόγια / Αν ζούσε ο Κωνσταντίνος Αντωνόπουλος, το ελληνικό κρασί θα ήταν διαφορετικό

Ένα podcast από την Υρώ Κολιακουδάκη Dip WSET και τον Παναγιώτη Ορφανίδη αφιερωμένο σε έναν πιονέρο του ελληνικού αμπελώνα, για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νέοι.
THE LIFO TEAM