To 1984 κυκλοφόρησε στις αίθουσες το Ghostbusters και αποτελούσε κάτι σύνηθες, που σήμερα έχει καταστεί σπάνιο για τη βιομηχανία. Ήταν μια πρωτογενής και πρωτότυπη ιδέα, όχι διασκευή προγενέστερης μυθοπλασίας, η οποία έχτιζε τη μυθολογία της από την αρχή, συνδύαζε φαντασία, οικογενειακό τρόμο και, βέβαια, την κωμωδία του Saturday Night Live, με τους πρωταγωνιστές να παρασύρονται σε ξεκαρδιστικούς αυτοσχεδιασμούς. Άρεσε τόσο, που γέννησε ένα χλιαρό σίκουελ, μια σειρά κινουμένων σχεδίων, video games, παιχνίδια, memorabilia και κόμικς.

 

Παρά την ωραιότατη εξω-κινηματογραφική πινελιά της σκηνοθεσίας της αναβίωσης του franchise από τον Τζέισον Ράιτμαν, υιό του σκηνοθέτη του original Ιβάν Ράιτμαν, το Ghostbusters: Legacy δεν παύει να ανήκει στο κυρίαρχο, πια, είδος παραγωγών των στούντιο, βασισμένων σε αναγνωρίσιμο, προϋπάρχον υλικό, οι οποίες ποντάρουν κυρίως στη νοσταλγία των φαν.

 

Η επιθυμητή αίσθηση του δέους προκαλείται από την εμφάνιση στοιχείων της μυθολογίας των Ghostbusters, ριψοκινδυνεύοντας να αφήσει εκτός τους νεοφερμένους, με αποκορύφωμα την τρίτη πράξη. Εκεί επιστρατεύεται και η παλιά φρουρά σε μια μονομαχία όπου, ενώ διακυβεύεται το τέλος του κόσμου, φαντάζουν όλα μικρά, λόγω της παροιμιώδους απουσίας έμπνευσης του υιού Ράιτμαν στη σύλληψη και το στήσιμο του πλάνου.

 

Εικονοκλάστης ο Τζέισον Ράιτμαν ουδέποτε υπήρξε και ακόμα δεν έγινε, το σενάριο που έγραψε με τον Τζιλ Κέναν δεν έχει την κωμική ευφυΐα εκείνου των Ακρόιντ και Ρέιμις για το original. Ο ίδιος, όμως, φέρνει και πράγματα που κάνουν πολύ ευχάριστη την παρακολούθηση της ταινίας, όπως οι καλοπροαίρετες χαριτωμενιές, η τρυφερότητα και το πνευματώδες φλερτ μεταξύ Κάρι Κουν και Πολ Ραντ, ενώ έχει πετύχει διάνα στην επιλογή των ανήλικων πρωταγωνιστών – όλα τα παιδιά είναι συμπαθέστατα.

 

Δύο εργατικοί και ικανότατοι γνωστοί ηθοποιοί πραγματοποιούν άχαρα cameo, άλλη, όμως, είναι η εμφάνιση που φέρνει συγκίνηση, έστω κι αν αυτή προεξοφλεί (και προϋποθέτει) την αγαπητική σχέση μας με το franchise. Kι αυτό, σε συνδυασμό με την ελαφρά σύγχυση του αφηγηματικού focus, ίσως να στερήσουν την αποτελεσματικότητα της επίμαχης σεκάνς από εκείνους που δεν μεγάλωσαν με τους Ghostbusters και καλούνται να συγκινηθούν (μόνο) από το οικογενειακό δράμα.