Ευτυχώς που μερικοί καλλιτέχνες υπέφεραν από το ευεργετικό σύνδρομο κατωτερότητας, το ασίγαστο μοτέρ της βελτίωσης που συνοδεύει την φτωχή εντύπωση που νομίζουν πως δίνουν στους άλλους. Ο Ένιο Μορικόνε ήταν ένας από εκείνους. Το ομολογεί ο ίδιος, το διέκριναν οι πιο έξυπνοι από τους στενούς συνεργάτες του, χρειάστηκε μια σταδιοδρομία 60 ετών για να το ξεπεράσει, και όπως αποδείχθηκε, δεν ήταν αποκύημα της ανασφάλειάς του.

 

Η συγκυρία της πυρετώδους ενασχόλησής του με την κινηματογραφική μουσική, ήδη από τις αρχές των 60ς, κι ενώ αρχικά έγραφε με ψευδώνυμο, συνάντησε την δυσαρέσκεια του καθηγητή και μέντορά του, και όχι πολύ αργότερα την απόρριψη από τους ακαδημαϊκούς κύκλους του metier του. Για τους σοβαρούς συνθέτες, τα soundtracks ισοδυναμούσε με ηθική πορνεία, και ο ίδιος ο Μορικόνε αισθανόταν ντροπή, γι’ αυτό και στην αρχή κάθε δεκαετίας, ανελλιπώς, ανακοίνωνε στην υποστηρικτική σύζυγό του Μαρία, και σε κάθε δημοσιογράφο που του έπαιρνε συνέντευξη, πως θα εγκατέλειπε το σινεμά, για να ασχοληθεί με την μουσική δωματίου, ή την πιο πειραματική πλευρά της σύνθεσης που συνήθιζε να εξερευνά στο ξεκίνημά του.

 

Ο Τορνατόρε, που κι αυτός με τη σειρά του ξεκίνησε με τον  μεγάλο μαέστρο και το Σινεμά ο Παράδεισος, δε συμφωνεί πως ο Μορικόνε ένιωθε ακριβώς μειονεκτικά, αλλά παρατηρούσε μια συνεχή ανησυχία, σα να κυνηγούσε κάτι πιο διαφορετικό και πρωτότυπο, γεγονός που ενδεχομένως δικαιολογεί τα 500 κινηματογραφικά σκορ και τις παράλληλες μουσικές δράσεις του. Αποτυπώνει τα ίχνη του συνθέτη από την παιδική του ηλικία. Την ενθάρρυνση του πατέρα του να ακολουθήσει το επάγγελμά του, και να μάθει να παίζει τρομπέτα, για να βγάλει ψωμί για την οικογένεια, αντί να γίνει γιατρός!

 

Τις δυσκολίες του να πείσει ότι αξίζει ενόσω σπούδαζε. Και τις καταπληκτικές, αν και σχετικά παραγνωρισμένες του επιδόσεις ως ενορχηστρωτής. Ενσωματώνοντας ανορθόδοξους ήχους και συνδυασμούς στην κλασική και ατονική μουσική, ζωγράφιζε αντί να ακομπανιάρει, όπως έκαναν οι περισσότεροι σύγχρονοί του. Έχτισε ένα pop τοπίο που γνωρίζουν καλύτερα οι λάτρες του ιταλικού καντσόνε, αλλά παρέμεινε πλήρως εναρμονισμένο με τον μοντερνισμό της εποχής και προοικονόμησε την έλευση του σπαγκέτι γουέστερν: χωρίς να το ξέρει, ο Σέρτζιο Λεόνε που τον κάλεσε γιατί του άρεσαν δυο ξεχασμένες γουέστερν ταινίες που είχε συνθέσει, ήταν συμμαθητής του, και έκτοτε δεν χώρισαν καλλιτεχνικά ποτέ, και μάλιστα ο σκηνοθέτης συζητούσε μαζί του τις ταινίες του πριν καν ολοκληρώσει τα σενάρια.

 

Η πλειοψηφία των Αμερικανών κινηματογραφιστών και μουσικών που μιλούν στο ντοκιμαντέρ “Ennio” του Τορνατόρε που παρουσιάστηκε εκτός συναγωνισμού στο Φεστιβάλ Βενετίας του 2021, από τον Κλιντ Ίστγουντ και τον Μπάρι Λέβινσον, ως τον Μίκαελ Ντάνα, τον Μπρους Σπρίνγκστιν, τον Πατ Μεθίνι και τον Κουίνσι Τζόουνς που έγινε στενός του φίλος, τον έμαθαν από τον Καλό, τον Κακό και τον Άσχημο και το Μια Χούφτα Δολάρια, θαύμασαν την πρωτοτυπία του και δεν ξέχασαν ποτέ τα απίστευτα λαϊτμοτίφ που επινόησε. Μια ζωή με εποικοδομητικές ενοχές, μια καριέρα από συναρπαστικά κοντραπούντα, θα μπορούσε να συνοψιστεί το θερμό αφιέρωμα στον Μορικόνε, στις αξιοπρόσεκτες αντιφάσεις (όπως η περίφημη αντιπάθεια του στην κλασική μελωδία, ενώ έγραψε τόσο υπέροχα  θέματα) και τις κορυφαίες στιγμές του.

 

Ο Μπερτολούτσι, ο Ντάριο Αρτζέντο, η Καβάνι, ο Τούλιο-Τζιορντάνα, ο Ρόλαντ Τζοφέ της Αποστολής, ο Ταραντίνο φυσικά, σκηνοθέτες που συνεργάστηκαν μαζί του και σε μερικές περιπτώσεις χρωστούν την καριέρα τους σε αυτόν, μιλούν και περιγράφουν πηγές έμπνευσης, σκηνές και στιγμές θριάμβου ή διαφωνιών. Στη δεκαετία του 30, οι μεγάλοι κεντροευρωπαίοι συνθέτες κλασικής μουσικής αναγκάστηκαν να μετακομίσουν στις ΗΠΑ για να επιβιώσουν των διώξεων και να βρουν δουλειά, φέροντας ένα κύμα σοβαρότητας και ρομαντισμού στη χρυσή περίοδο του Χόλιγουντ. Δεν είχαν δεύτερες σκέψεις: η δουλειά ήταν απλώς ένα εξαιρετικά αμοιβόμενο πάρεργο.

 

Ο Μορικόνε δεν έφυγε σχεδόν ποτέ από την χώρα του, κάτι σαν τον Θρύλο του 1900, που δεν τόλμησε να εγκαταλείψει το υπερωκεάνειο και την μουσική του φωλιά. Ωστόσο, κατάφερε να γίνει οικουμενικός θρύλος, γιατί έπλευσε σαν τα θεϊκά έγχορδα στις συνθέσεις του, με χάρη, οίστρο και ταλέντο, στο κύμα του σινεμά στην ευρωπαϊκή αιχμή του, στην παντοδύναμη και τόσο επιδραστική δεκαετία, από το 1965 ως το 1975, δίνοντας ψυχή σε έργα που χρειάζονται το άγγιγμά του, όπως ο Πολίτης Υπεράνω Υποψίας του Πέτρι, αλλά και υπεραξία, καλλιτεχνική και εμπορική, σε κάθε project που αναλάμβανε, ως χαμαιλέων με υπογραφή, και υπηρέτης με προσωπικότητα.

 

Αποκορύφωμα οι Μισητοί 8 του Ταραντίνο, το κανονικό του Όσκαρ, μετά το χολιγουντιανό ξέπλυμα συνείδησης με το τιμητικό, μερικά χρόνια νωρίτερα. Εκεί, όλοι, ακόμη και ο σκηνοθέτης, θα περίμενε μια ανθολογία από το σπαγκέτι ρεπερτόριο. Σιγά μην έγραφε κάτι παρόμοιο ο Μαέστρο. Ξεκίνησε με μια παραλλαγή της απειλητικής Συμφωνίας των Ψαλμών του Στραβίνσκι και συνέχισε φτιάχνοντας μια τρομερή συμφωνιέτα για τους χαρακτήρες και τις προθέσεις τους, διευρύνοντας την κλίμακα της ταινίας.

 

Ως σκακιστής, κάλεσε τον Κουέντιν στο δικό του τερέν, χωρίς να περιμένει επιβεβαίωση. Στα 90 του χρόνια, ο Μορικόνε απέκτησε την εμπιστοσύνη που αποζητούσε, ταυτόχρονα δημιουργώντας ένα αξεπέραστο σώμα καινοτομίας και ευαισθησίας, που ακόμη φέρνει αυτόν τον “μορικονικό” κόμπο στο λαιμό, λίγο πριν τα δάκρυα χωρίς σταματημό.