Ο Σεπτέμβριος έχει αρχίσει να εκπνέει και στα κλωνάρια των δέντρων στέκουν μόνο λιγοστά κίτρινα φύλλα. Έχει πάρει να βραδιάζει και ο ουρανός είναι χρωματισμένος απαλό ροδακινί όπως οι τοίχοι των επαρχιακών μοτέλ. Όσο η Ορελί περιμένει στη γωνία των οδών κυκλαμίνου και τσουκνίδας, στρώνει τις σούστες του καλού της φορέματος της και βεβαιώνεται πως ο φιόγκος της πάνω από τον κότσο μπανάνα είναι ορθός.
Τα παιδιά γυρίζουν χαρούμενα σπίτι (στη Γαλλία σχολάν αργά) και συζητούν για τη μέρα τους στο σχολείο:
“Αν με ξαναπετάξει έξω η που**να η μαντάμ Κλοζί, θα μείνω από απουσίες»
Η Ορελί ανησυχεί. Κοιτα ξανά και ξανά το ωρολόγι της. Τα λεπτά φαντάζουν να περνούν τόσο αργά και η νεαρή έφηβη ντρέπεται που περιμένει στον δρόμο μόνη της.. Αλλά ξάφνου, στην άκρη του οδοστρώματος, διακρίνει τα φανάρια από την κούρσα του Μιτσέλ. Ένα ρίγος ανακούφισης και χαράς διαπερνά το εφηβικό καλοσχηματισμένο σώμα της.
Ό νεαρός φτάνει με το αυτοκίνητο κοντά της και κορνάρει χαρωπά, κάτι που προκαλεί την ντροπή της συνεσταλμένης Ορελί που αμέσως κοκκινίζει. Κάθεται στα κρεμ δερμάτινα καθίσματα και στρώνει το φόρεμά της. Τα καλοσχηματισμένα πόδια της διαγράφονται κάτω από το φόρεμα και τα τρία κομπινεζόν. Ω ναι! Είναι όμορφη, πολύ όμορφη! Ο σφιχτός της κότσος αποπνέει άρωμα λεμονιού που σε συνδιασμό με τις ελάχιστες σταγόνες ό ντε τουαλέτ που έσταξε στο λαιμό της, δημιουργούν οσφρητικό οργασμό. Τα ατλαντικοωκεανί ολοκάθαρα μάτια της κρύβονται κάτω από εντυπωσιακά μεγάλα ματόκλαδα που θυμίζουν κουτάλια. Τα πορφυροκόκκινα χείλη της καλύπτουν μια σειρά από μαργαριταρένια δόντια ελάχιστα μπογιατισμένα από το κραγιόνι της. Μόνη ατέλεια αποτελεί η θεόστραβη μύτη της που έσπασε κατά τη γέννα, όταν οι μαμίιζ την βεντούζαραν (βγήκε με τα πόδια).
Καθώς περνάνε από την αλάνα του Μονφερμέιγ (Β.Ο. ζείς), τα βρώμικα παιδιά της γειτονιάς μένουν να θαυμάζουν το γυαλιστερό κόκκινο τροχοκίνητο. Κατευθύνονται προς το πάρκο όπου, όταν οι περιστάσεις και οι γονείς της Ορελί το επιτρέπουν, οι δύο αγαπημένοι την αράζουν. Καθώς φτάνουν,ο Μιτσέλ αφήνει το μπούτι της Ορελί για να τραβήξει χειρόφρενο και πληρώνει ένα φτωχόπαιδο του πάρκου για να τοποθετήσει δύο κοτρόνες πίσω από τις ρόδες του αυτοκινήτου. Το ζευγάρι κατευθύνεται προς την γερασμένη μηλιά, το δέντρο της αγάπης τους όπως άρχισαν να το αποκαλούν από τότε που ανακάλυψαν μια κουφάλα στο πίσω μέρος του, ιδανική για φάσωμα. Οι δύο νέοι ξαπλώνουν στο γρασίδι δίπλα στα μυριάδες μήλα που έχει αμολήσει το γέρικο δέντρο στο έδαφος. Ο Μιτσέλ πιάνει ένα, και αρχίζει να το μασουλά με βουλιμία αφού το καθαρίσει με το μανδίλι του. Το ζευγάρι αρχίζει να φιλιέται παθιασμένα και το κραγιόνι της Ορελί χρωματίζει τα χείλη του Μιτσέλ που μοιάζει με αρρενωπή τραβεστί. Είναι τόσο ερωτευμένοι που δεν λογαριάζουν μήτε τον κόσμο που τους κοιτά, μήτε τα σκυλίσια κόπρανα που είναι απλωμένα ολόγυρα τους, δημιουργώντας μια αποπνικτική ατμόσφαιρα. Η Ορελί χαιδεύει τον αγαπημένο της λαχταρώντας να τον χορτάσει όταν αντιλαμβάνεται ένα φούσκωμα στο καβάλο του. Αμέσως το μυαλό της γεμίζει με βρώμικες χυδαίες σκέψεις αλλά και φόβο συνάμα. Δεν θα ήθελε με τίποτα να ξανανιώσει την δερμάτινη ζώνη του πάστορα πατέρα της, στους αλαβάστρινους ώμους της.
Σηκώνεται γρήγορα, ισιώνει τον στηθόδεσμο της και ζητά από τον Μιτσέλ να την οδηγήσει σπίτι. Το βράδυ θα πλαγιάσει ερεθισμένη και θα ονειρευτεί για άλλη μια φορά τον αγαπημένο της. Έχει όμως αποδεχθεί ότι στην περίπτωση της, η ζωή στάθηκε πολύ σκληρή απέναντι στον έρωτα…
σχόλια