Ο απαρατήρητος θάνατος ενός νεαρού αγοριού

Ο απαρατήρητος θάνατος ενός νεαρού αγοριού Facebook Twitter
0




ΑΝΕΒΑΣΑ ΣΤΟ INSTAGRAM τη φωτογραφία ενός αδέσποτου γάτου που στέκεται φρουρός στο OK της Τσακάλωφ. Θα ήταν τετριμμένο, αν δεν συνοδευόταν από τα λόγια ενός κοριτσιού που δουλεύει εκεί, ότι είναι ο γάτος ενός παιδιού που ήταν χρήστης και ζήταγε βοήθεια από τους περαστικούς της πλατείας Κολωνακίου.

Το παιδί κατέπεσε στις μέρες του lockdown, και πέθανε στον Ευαγγελισμό στις 26 Ιουλίου. Ετών 26. Ο γάτος πήγε και στήθηκε στο ΟΚ, γιατί από κει πέρναγαν και αγόραζαν τις κονσέρβες του.


Η ιστορία προκάλεσε πλήθος σχολίων και διορθώσεων. Και στοιχεία πολλά, ανεξακρίβωτα. Το παιδί το έλεγαν Σταύρο ή Αποστόλη. Τον γάτο, Άξελ ή Σναρφ.

Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο άνθρωπος πέθανε. Και κανείς δεν θα το παρατηρούσε αν ένας γάτος δεν στεκόταν, επαίτης κι αυτός, έξω από ένα σούπερ μάρκετ. Η γωνιά στην πλατεία θα είχε αδειάσει – «α, καθάρισε το μέρος» θα έλεγαν κάποιοι. «Πού πήγε ο τύπος με το γατάκι» ίσως σκέφτονταν μερικοί. Μέχρι εκεί.

Αν η πολιτική δεν συνυπολογίσει αυτόν τον θάνατο, αυτούς τους θανάτους, δεν είναι πολιτική. Είναι μπαρμπούτι.

Σίγουρη θα 'ταν κι αυτή η φωτογραφία που μου έστειλε στο Instagram μια αναγνώστρια. Τον αναγνώρισα. Ένας όμορφος νεαρός άντρας, που τον λένε Σταύρο ή Αποστόλη, ταλαιπωρημένος και με βλέμμα ευθύ και καθαρό (αυτή την καθαρότητα που έχουν τα μάτια μετά τα δάκρυα), με στριφτό τσιγάρο και ένα μοδάτο φούτερ από την outdated γκαρνταρόμπα κάποιας χαϊδεμένης αγορίνας, σηκώνει στα χέρια του τον Άξελ ή τον Σναρφ, κοιτώντας τον με αυτήν τη μυστήρια τρυφερότητα που αναπτύσσουμε με τα ζώα μας, αυτόν τον εξωανθρώπινο, αρχαίο δεσμό, που σίγουρα ο δρόμος και η χρήση είχαν εντείνει.

Διακριτικά πίσω τους η ταμπέλα της επαιτείας.

ΟΙ ΨΗΦΙΑΚΟΙ θρήνοι με απωθούν, διότι εμπεριέχουν υψηλό βαθμό ανέξοδης λύπησης και συνεπώς υποκρισίας. Αληθινή συμπόνια ίσον πράξεις. Λοιπόν, δεν γράφω όλο αυτό για να εκθέσω την ηθική ανωτερότητα και ευαισθησία ενός thread – αλλά σοκαρισμένος από δυο συνειρμούς.


Πρώτον, πόσοι άνθρωποι πάνε αδιάβαστοι και άκλαυτοι σε αυτή την πόλη, σε αυτήν τη μαύρη, βλοσυρή δεκαετία, που έχει κάνει πλουσιότερους τους πλούσιους και έχει βυθίσει στην κατάθλιψη όλους όσοι είναι κάτω από τα 30. Πόσοι περνάνε σαν σκιές, δίχως ίχνη, αζήτητοι νεκροί – και τους περιμένει μόνο ο γάτος τους, εις μάτην, να βγουν με μια κονσέρβα από το OK.


Και δεύτερον, η σκέψη ότι στα καφενεία πέριξ του ορφανού γάτου και του όμορφου νεκρού αγοριού συνουσιάζονται, απείρως πιο υποκριτικοί από τις θρηνωδούς των social media, οι πολιτικολογούντες για την ορθή διακυβέρνηση της χώρας και τον εκσυγχρονισμό και τα λοιπά και τα λοιπά, καραδοκώντας ανάμεσα στις λέξεις για το επόμενο πακέτο που θα ενθυλακώσουν, αλεσμένοι σε μικροπρεπείς, χατζηαβάτικους υπολογισμούς – πόσο δεκάρα δεν δίνουν, τελικά, για όλα αυτά που λέμε σήμερα, τα οποία θεωρούν μελαγχολική περιπτωσιολογία, ενώ αυτοί είναι ενθουσιασμένοι με το τι είπε η Φώφη ή ο Κυρανάκης – αυτοί οι γίγαντες!


Κι όμως. Αν η πολιτική δεν συνυπολογίσει αυτόν τον θάνατο, αυτούς τους θανάτους, δεν είναι πολιτική. Είναι μπαρμπούτι. 

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.

To νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.

Editorial
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ