ΑΠΕΡΓΙΑ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ

Doolittle

Doolittle Facebook Twitter
0
Κυριακή βράδυ, σε ροκ μπαρ κάπου στον Πειραιά

Νόμιζα ότι θα ερχόμουν στο τέλειο πάρτι απόψε. Είχα προετοιμαστεί για κάτι φανταστικό κι έφτασα σε ένα μέρος που θυμίζει ρεμπέτικη σκηνή το 1993: η πίστα είναι άδεια, όλοι είναι καθισμένοι αγκαλιά με τον τοίχο και τα ποτά κοστίζουν μια περιουσία. Στην ουρά για την τουαλέτα, δίπλα στους νεροχύτες σε σχήμα αχιβάδας, περιμένει ακριβώς μπροστά μου μια ξανθιά, όμορφη κοπέλα. «Δεν είχα ιδέα πού θα ερχόμουν», μου λέει συνωμοτικά. « Έχω ντυθεί σαν την κυράτσα με το μαύρο σατέν φόρεμα και τις τακούνες». «Α, μην ανησυχείς. Κι εγώ φοράω τακούνια μια ζωή», της λέω και της δείχνω τα τακούνια μου. «Μπορούμε να κάνουμε ένα γκρουπ στο Facebook», μου λέει. «Θα λέγεται “Πήγα κι εγώ στο χειρότερο ροκ μπαρ του κόσμου με τακούνια”». Όταν ξαναβγαίνω στην πίστα, συναντάω έναν από τους παιδικούς φίλους του αδερφού μου. « Έμαθα αυτό που έκανες με τους δίσκους του αδερφού σου, που τους πήρες χωρίς να πεις τίποτα, κι έφριξα», μου λέει. Άντε πάλι τα ίδια, σκέφτομαι. «Χα, ναι, αλλά μετά τον τσακωμό μού τους χάρισε για τα γενέθλιά μου», του απαντάω με όλη τη σιγουριά της κακομαθημένης μικρής αδερφής. «Ποιους δηλαδή;», μου λέει αγριεμένος. «Ε, μωρέ, αυτούς που του ‘χα πάρει. Το “Tender Prey”, το “Doolitle”». Δεν προλαβαίνω να τελειώσω. «Σου χάρισε το “Doolittle”; Το “Doolittle”; Αυτόν το δίσκο τον είχαμε πάρει μαζί από το 7+7 στο Μοναστηράκι. Είναι τσέχικη κόπια», μου λέει και κουνάει τα χέρια του δεξιά κι αριστερά. Νομίζω ότι έχει κοκκινίσει. «Ε, τώρα είναι δικός μου», λέω. Δεν με ακούει. Κοιτάει το κενό σαν να βλέπει όνειρο. «Θυμάμαι, κατέβαινα στο Μοναστηράκι, έβρισκα τις κόπιες, πήγαινα στο καρτοτηλέφωνο και τους έπαιρνα έναν έναν να κατέβουν να πάρουν τα βινύλια».

Τετάρτη βράδυ, κατηφορίζοντας την Κολοκοτρώνη

Πάμε με τα κορίτσια για το καθιερωμένο ποτό της Τετάρτης μετά τη δουλειά, όταν τις βλέπω πάλι και τις τρεις να κατευθύνονται προς το αγαπημένο μας μπαρ. Εκεί που πάμε τέσσερα βράδια τη βδομάδα, καθημερινές και Σαββατοκύριακα. «Δεν ξαναπάω εκεί», λέω. «Ρε παιδιά, πάμε κάπου αλλού, όπου να ‘ναι, δεν αντέχω άλλο. Έχω αρχίσει να παθαίνω κλειστοφοβία πλέον. Νιώθω σαν να είμαι φοιτήτρια σε ΤΕΙ στην επαρχία και να ‘χει μόνο τρία μπαρ και σ’ ένα από τα τρία είναι ο κολλητός μου μπάρμπαν και με κερνάει και πρέπει να πάω με το ζόρι». Πέφτουν όλες να με φάνε. «Ναι, αλλά εκεί μας αφήνουν να καπνίζουμε στη ζούλα κι έχει happy hour και τους ξέρουμε όλους». Αυτή είναι η διαφορά μας μάλλον: μερικές φορές δεν θέλω να τους ξέρω όλους, θέλω να μη με ξέρει κανένας απολύτως. Το ίδιο βράδυ, όταν συναντάω τη Μαρίνα, την τραβολογάω μαζί μου στο Θησείο, σε έναν πεζόδρομο με χιλιάδες τραπέζια που έχει καφετέριες με κράχτες. (Ποτέ δεν ξέρω τι να πω στους κράχτες, ντρέπομαι που μου μιλάνε, κι έτσι κοιτάω από την άλλη.) Mπαίνουμε μέσα σε ένα άσχετο μαγαζί και καθόμαστε σε ένα γκρίζο τραπέζι μπροστά από τον πενηντάχρονο DJ που εκτελεί και χρέη λαντζιέρη, μέχρι που ξεπροβάλλει ένα κεφάλι με μουστάκι και κοτσίδες με τριγωνικές προεκτάσεις, κάτι μεταξύ σκληροπυρηνικού Χαρλελέ και του Νότη Σφακιανάκη στα ‘90s. «Kορίτσια, εξυπηρετείστε;», μας ρωτάει το κεφάλι που είναι κολλημένο σε ένα ογκώδες πελώριο σώμα. «Ναι», απαντάμε και οι δυο πολύ γρήγορα. Ξαφνικά, αρχίζει να παίζει το «Happy Birthday». Στο βάθος ένα αγόρι ντυμένο με κόκκινες τιράντες, στολή παραλλαγής ανοιχτή έως τον αφαλό και μ’ ένα καπέλο κεντητό με σβαρόφσκι και τρουκ κουβαλάει μια τούρτα. Την αφήνει μπροστά από μια κυρία με πελώριους κρίκους στ’ αυτιά. Tραγουδάει κι αυτή το «Χρόνια Πολλά» στον εαυτό της, ενώ οι κρίκοι της κουνιούνται σαν μικρά πιατάκια στο υπερπέραν.

0

ΑΠΕΡΓΙΑ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ