Ταξίδι στην Άγκυρα

Ταξίδι στην Άγκυρα Facebook Twitter
0

Πήγα ένα ταξίδι στην Άγκυρα. Δεν έχει τίποτα από την ατμόσφαιρα της Κωνσταντινούπολης - τον ηδονισμό και το ανοιχτό πνεύμα των πόλεων που είναι δίπλα στη θάλασσα. Άνθρωποι κοντοπόδαροι, εσωστρεφείς και καχύποπτοι - με προτεταμένα μήλα, μουστάκια, σκοτεινά μάτια σε βλέφαρα σκιστά, μισόκλειστα. Η συσπείρωση που προκαλεί ο φόβος και τα στεγνά χαρακτηριστικά που δημιουργεί η ανάγκη.

Η πόλη προσποιείται τη μοντέρνα με τον τρόπο της Αθήνας. Μαρμάρινα ανάκτορα στο ύφος του Βωβού, με επαρχιώτικη μεγαλοσύνη και ένα πασάλειμμα επιρροών, που αλληλοακυρώνονται. Ρυμοτομία ασαφής. Σαν κάποιος να 'ριξε μια ζαριά εκατομμυρίων σπιτιών στη σκόνη μιας αλάνας, ανάμεσα σε γυμνά βουνά που τα ξυρίζει ο δριμύς ασιατικός αέρας. Τις μέρες που η Αθήνα είχε 12 βαθμούς, εκεί είχε ένα διαπεραστικό κρύο μείον 2. Είχα ακούσει από Έλληνες διπλωμάτες ότι εκεί η ζωή είναι γλυκιά, αν και κρυφή. Δεν είδα τίποτα, ούτε μπόρεσα να τη φανταστώ - σε αντίθεση, ας πούμε, με την εντατική ντόλτσε βίτα της αστικής Τεχεράνης που μου είχε αφηγηθεί ο Κάρλος Μαυρολέων, λίγους μήνες πριν βρεθεί νεκρός σε ένα ξενοδοχείο του Πεσαβάρ, με μια σύριγγα δίπλα.

Αλλά είδα παράξενες εικόνες το χάραμα, που αποφάσισα βιαστικά να επιστρέψω στο Βόσπορο. Η θολούρα της πάχνης είχε αφαιρέσει τα χρώματα από το τοπίο που επαναλαμβανόταν, σαν λούπα: γκρίζοι λόφοι με χαμόσπιτα, το ένα πάνω στο άλλο, μουσκεμένοι από τη βροχή που έπεφτε χωρίς διακύμανση αποβραδίς. Μια ανορθόγραφη μουτζούρα, παγερή και έρημη στο μελανό χάος - και αραιά το κίτρινο φως μιας κουζίνας, ή η σημαία ενός σταματημένου ταξί κάτω από την κλωστή της βροχής. Αν και ξέρω πόσο αδιέξοδη πια είναι η τάση της φυγής που έχω, ένιωσα ευχαρίστηση που διέσχιζα αυτόν τον ξένο χαλασμό και δεν κοιμόμουν ακόμα μια φορά στο κρεβάτι μου. Όσο κι αν λιγοστεύουν οι ψευδαισθήσεις, άλλο τόσο λιγοστεύουν οι ευκαιρίες μας να δούμε κάτι καινούργιο. Κάθε ξεβόλεμα καλοδεχούμενο.

H Iστανμπούλ είναι πάντα σαγηνευτική. Μου αρκεί να καρφωθώ λίγες ώρες στον Βόσπορο και όλα μου περνάνε. Πλοία, μιναρέδες, οι κρωγμοί των γλάρων, ο καπνός από τα τζάκια και το υπόκωφο ντάμπα ντούμπα του τέκνο που δονεί τα θεμέλια του Siraserviler Caddesi από τις 7 το απόγευμα. Δυο νύχτες στα μπαρ πίνω με την παλιά μου δίψα, παραπλανημένος από τη σέβεντις ατμόσφαιρα της τούρκικης νύχτας. Χοντροκοπιά και αυθορμητισμός μαζί. Εξαλλότητα και επαρχιωτισμός. Δεν μιλώ για τα κλαμπ των πλουσίων, αλλά για τη διασκέδαση της μαρίδας - τη μόνη που είναι ενδιαφέρουσα.

Στην Αθήνα βρήκα τον Μιχάλη Μιχαήλ να παραδίδει το βιβλίο του στο τυπογραφείο: μια επιλογή από τα Ημερολόγια Κουζίνας. Μου ζήτησε να γράψω κάτι, ως πρόλογο. Του έδωσα ένα κείμενο που έλεγε, μεταξύ άλλων, τα εξής:

Τα Ημερολόγια του Μιχάλη Μιχαήλ
Μοιράζομαι με τον Μιχάλη Μιχαήλ σχεδόν τα πάντα. Μαζί στήσαμε τη LifO, μαζί σκεφτήκαμε τη στήλη του, μαζί ζούμε τα εύκολα και τα δύσκολα. Είχε δισταγμούς, γιατί δεν είχε ξαναγράψει. Αλλά ήξερα την αγάπη του για το φαΐ, και στις εφημερίδες, νομίζω, μπορούν να γράφουν όλοι - εφόσον γράφουν ειλικρινώς, για πράγματα που κατέχουν. Η καλλιέπεια στη δημοσιογραφία συχνά γίνεται καταφύγιο για υποκρισία ή θολούρες. Και ο Μιχάλης ανέκαθεν ήταν προσγειωμένος και απλός.

Έτσι, η στήλη του έγινε αμέσως επιτυχία. Και ακόμα κατέχει μια από τις κορυφαίες αναγνωσιμότητες του φύλλου. Καταλαβαίνω τους λόγους: ο βασικός είναι ότι αδιαφορεί εντελώς για τις μόδες - τις γλωσσικές, τις κοινωνικές, τις στυλιστικές. Όταν κάτι του αρέσει, το λέει, χωρίς να τον νοιάζει αν φανεί παλιομοδίτης. Αυτά που στη στήλη του φαίνονται αφελή, είναι προϊόν μιας βαθιάς αυτοπεποίθησης. Ξέρει ότι στην τέχνη της κουζίνας το βαθύ ζητούμενο είναι η επικοινωνία μέσω της απόλαυσης, η ανάκληση μιας μυστήριας μνήμης, ο κοινός βηματισμός προς μια κοινή στιγμή ευτυχίας. Όταν βρέχει και χτυπάς μια πόρτα να σου ανοίξουν, δεν κοιτάς το στυλ της. Έχεις στόχο ουσιώδη: να μπεις, να ζεσταθείς, να φας, να κλείσεις τα μάτια και να ονειρευτείς, δίπλα σε άλλους οδοιπόρους σαν και σένα. Το φαΐ είναι παρέα.

Γι' αυτό και ο Μιχάλης λάμπει ολόκληρος μόνον όταν μαγειρεύει για κάποιον. Διότι, όπως και όλοι σχεδόν οι μάγειροι που ξερώ, είναι μελαγχολικός άνθρωπος. Όταν τον βλέπω να παλεύει μέσα στην κουζίνα, μου δίνει πάντα την εικόνα ενός ανθρώπου που προσπαθεί με τα κουζινομάχαιρα να χτίσει ένα σπιτάκι να φωλιάσει. Για μένα, που με θρέφει η φυγή και η τύχη, αυτή η συμπεριφορά (ιδίως από έναν πολύ νεότερο άνθρωπο), αρχικά ήταν κινέζικα. Τελικά, συμφιλιώθηκα. Μαζί του άρχισα να εκτιμώ το χουζούρι μια μέρα με βροχή, έπαψα να βλέπω τις γάτες ως πειρασμούς νωθρότητας και τις οικόσιτες απολαύσεις ως τον Τάφο της Μάρθας Στιούαρτ.

Ταυτόχρονα, δημιουργήθηκε ένα μεγάλο αναγνωστικό κοινό που αγάπησε τη στήλη του φανατικά και μαζί την ηρεμία, τη λεγόμενη «θαλπωρή» (λέξη τόσο ύποπτη για μια γενιά ανέστια, σαν τη δική μου), τη ζέστη των φίλων και ορισμένων φίλων που δεν μιλούν με ανθρώπινη φωνή, τη σπουδαιότητα ενός καθαρού ουρανού το πρωί της Κυριακής, τον ίλιγγο της μνήμης στην πρώτη μπουκιά ενός καλού πιάτου, τα καθαρά σεντόνια το βράδυ, το «ήδη εννοημένο» μεταξύ των ανθρώπων που μοιράζουν τη ζωή τους, μαζί στα βάσανα, μαζί στις χαρές.

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ