Κασσιανή

Κασσιανή Facebook Twitter
0

Τον έλεγαν Γιώργο. Ήταν μόλις 16 μισό. Το μισό που πάντα βάζουν τα αγόρια σε αυτή την ηλικία. Νομίζουν ότι έτσι γίνονται λίγο πιο άντρες και λίγο λιγότερο αγόρια. Μόνο τα αγόρια έχουν αυτή την ψευδαίσθηση. Ότι παύουν δηλαδή κάποτε να είναι αγόρια.

Πήγαινε αγγλικά στο συνοικιακό φροντιστήριο. Ήταν από τους καλούς μαθητές. Πάντα διαβασμένος. Πάντα ένα μάθημα μπροστά. Πάντα με εντυπωσιακή προφορά. Παρά το πρόβλημα του. Παρά την αδυναμία του, όλοι έμεναν έκθαμβοι όταν διάβαζε αποσπάσματα της Jane Eyre φωναχτά στην αίθουσα. “II am no bird; and no net ensnares me; I am a free human being wiFF an independent will." Στα αγγλικά περνούσε σχεδόν απαρατήρητο. Το “θ” δεν είναι και τόσο έντονο εξάλλου, το “δ” επίσης μπορεί άνετα να περάσει για “β”. Στα ελληνικά όμως; Οι συμμαθητές του - άλλα 16 μισάχρονα αγόρια που πρόσθεταν μισό για να ξεπεράσουν την κάβλα της ηλικίας, κορίτσια που ντύνονταν γυναίκες - το είχαν προσέξει και κρυφά τον κορόιδευαν. Ο Γιώργος μειδιούσε σχεδόν αινιγματικά και κοιτούσε μακριά. Κάποιοι πίστευαν ότι τους σνόμπαρε. Ένας προσεκτικός παρατηρητής όμως θα πρόσεχε ότι όντως κοιτούσε μακριά. Συγκεκριμένα έξω από το παράθυρο του φροντιστηρίου. Και ακόμα πιο συγκεκριμένα την είσοδο της πολυκατοικίας απέναντι.

Η ώρα ήταν εννιά το βράδυ. Ήταν το διάλειμμα του βραδυνού τμήματος. Και ακόμα δεν είχε φανεί. Ακόμα δεν είχε επιστρέψει από τη δουλειά της. Είχε αργήσει, σκεφτόταν ο Γιώργος με ένα παράπονο και μια ζήλεια.

Στην απέναντι πολυκατοικία ζούσε μία πολύ εντυπωσιακή ξανθιά, περίπου στα διπλά χρόνια του Γιώργου. Την πρώτη φορά που την είδε ο Γιώργος, ο κόσμος του απλά αναποδογύρισε. Δεν είχε δει ποτέ άλλοτε κάτι σαν αυτή την γυναίκα. Δεν ήταν απλά εντυπωσιακή. Ήταν κάτι πολύ πέρα από αυτό. Κάτι πολύ πάνω από τις γυναίκες που έβλεπε στα τσοντοπεριοδικά που ξεφύλλιζε τις νύχτες στο εφηβικό κρεβάτι του. Κάτι υπεράνω όλων των ηθοποιών που φαντασιωνόταν. Άγγιζε τη θεότητα. Την θεότητα της ξέχειλης και απροκάλυπτης σεξουαλικότητας. Ήταν έκδηλα σεξουαλική. Δεν έκρυβε την επιθυμία της να την φλερτάρουν ασύστολα και πρόστυχα στον δρόμο. Δεν την ένοιαζε. ΤΟ ΗΘΕΛΕ. Το προκαλούσε. Περνούσε αργά αργά μπροστά από το γωνιακό σουβλατζίδικο, που το είχε ένας λίγδας, χοντρός, άξεστος τύπος, παντρεμένος με μια μιξοκακόμοιρη γυναίκα, που ίσως να είχε μια κάπως καλύτερη μοίρα από το να καθαρίζει κρεμμύδια για τα “απ’ όλα με γύρο” του χοντρού. Ίσως. Ίσως και όχι. Ο χοντρός σαν να οσμιζόταν μέσα από τα τζατζίκια και τη τσίκνα το έντονο προκλητικό άρωμα της ξανθιάς σαν περνούσε απ’ έξω. Πριν ακόμα περάσει. Σκούπιζε βιαστικά τα χέρια του στην λευκή (σε φόντο) γεμάτη στάμπες και λαδιές ποδιά του, και έβγαινε έξω από το μαγαζί του για να την δει και να της ξεστομίσει τις πιο απίστευτες κουβέντες που είχε ακούσει ποτέ ο Γιώργος. Του φαινόταν τόσο σεξιστής, τόσο απύθμενα γουρούνι, που ήθελε να τον περάσει σε μια από τις σούβλες του και να τον γυρίζει με τις ώρες. Η ξανθιά όμως... Αυτή όχι απλά δεν σοκαριζόταν, όχι απλά δεν γυρνούσε να τον βρίσει, αλλά τίναζε αυτάρεσκα τα μακριά μαλλιά της, του έσκαγε ένα πονηρό χαμόγελο και κάποια μέρα μάλιστα, την είδε να γλείφει τα χείλη της γεμάτη νόημα.

Ο σουβλατζής τα έδινε όλα για την πάρτη της. Από εκεί κατάλαβε ο Γιώργος ότι η ξανθιά προσωποποίηση της εφηβικής έκρηξης κάβλας του ήταν εκδιδόμενη. Άκουσε τον λίγδα ένα βράδυ να της φωνάζει “Θα σου δώσω τριπλή ταρίφα μωρή για να παίρνεις εμένα μόνο μια νύχτα ολόκληρη”. Αυτη σταμάτησε λίγα βήματα μακριά του και του είπε “χάσε κανένα κιλό πρώτα χοντρούλη για να βρίσκουμε το πουλί σου και τα λέμε”.

Του Γιώργου δεν του έκανε εντύπωση. Όλως περιέργως. Όλως περιέργως γι αυτόν δηλαδή. Γιατί θα περίμενε ότι θα του έκανε εντύπωση. Ο ίδιος δεν είχε πάει ποτέ σε πόρνη. Ήταν από εκείνα τα αγόρια, που περνούν έξω από “σπίτια” και κοιτάζουν αλλού. Όχι γιατί δεν θέλουν, όχι γιατί ντρέπονται, αλλά γιατί φοβούνται το μεγαλείο της γυναικείας σάρκας. Που φοβούνται ότι θα τους κατασπαράξει, θα τους καταπιεί και θα χαθούν για πάντα μέσα στην υγρή, ζεστή και μυστηριώδη φύση της...

Δεν του έκανε εντύπωση. Αντίθετα, του θέριεψε τον πόθο. Την ήθελε ακόμα περισσότερο. Ακόμα πιο τραγικά και τρελά. Και σε μια τέτοια στιγμή, μια στιγμή έκστασης στο κρεβάτι του, σκεπτόμενος αυτήν να περνάει προκλητικά μπροστά από το φροντιστήριο (ίσως και να του είχε χαμογελάσει... όχι;) το αποφάσισε. Αυτή θα έπρεπε να είναι η πρώτη του. Αυτή έπρεπε να τον μυήσει στο σεξ. Μόνο αυτή. Δεν θα μπορούσε με καμία άλλη το ήξερε.

Ενώ κοιτούσε από το παράθυρο, σε εκείνο το διάλειμμα, σκεπτόμενος πού είναι και γιατί δεν είχε φανεί ακόμα, αλλά και τι ακριβώς θα της έκανε, ακούστηκε μια χλαπαταγή στον από πάνω όροφο. Αλλά και διάφορα ζαρζαβατικά φαίνονταν σαν να έπεφταν ψόφια μπροστά από το παράθυρό του. Πρώτα πρώτα, ένα μαρούλι. Μετά 3 πορτοκάλια, τα δυο ελαφρώς σάπια. Δυο ντομάτες. Φωνές. Κραυγές. Βγήκε στο κοινό χωλ όπου είδε το άλλο τμήμα του proficiency να έχει κατέβει ανάστατο. Άκουγε την Michelle, την πανήψυλη και άχαρη Αμερικανίδα καθηγήτρια να εξηγεί στον ιδιοκτήτη του φροντιστηρίου ότι εντελώς ξαφνικά, από το πουθενά, άρχισαν να χτυπούν αντικείμενα το τζάμι. Αρχικά, δεν έδωσαν σημασία. Μετά όμως οι ήχοι θέριεψαν. Αγρίεψαν. Κόντευαν να σπάσουν τα παράθυρα. Ένας μαθητής που καθόταν στο παράθυρο φώναξε “Πορτοκάλια! Κάποιος πετάει πορτοκάλια!!”. Και κατέβηκαν όλοι κάτω.

Ξαφνικά ήχησε η τζαμένια πόρτα του φροντιστηρίου. Ήχησε... Κόντευε να σπάσει. Όλοι κοίταξαν. Ήταν το ξανθό αντικείμενο του πόθου του! Κατάφορα νευριασμένο. Απελπιστικά όμορφη μέσα στην οργή της. Ο ιδιοκτήτης του φροντιστηρίου, περπάτησε αργά και λεβέντικα, με εκείνο του ύφος του κατά λάθος μή χρισμένου Sir από την Βασίλισσα, προς την πόρτα. Την ανοίγει. Σας παρακαλώ, μαντάμ, λέει, μα τι θέλετε επιτέλους; Τι είναι αυτά τα πράγματα; Θα τραυματίσετε κάποιο παιδί με αυτά που κάμνετε.

Και ξαφνικά, το πλάσμα μίλησε. Δυνατά. Ούρλιαξε για την ακρίβει. Σε μία οκτάβα φωνής που ο Γιώργος δεν είχε ακούσει ποτέ μέχρι τότε. Ήταν κάτι μεταξύ μαινάδας και φορτοεκφορτωτή στου Ρέντη. “Άκου να σου πω ΡΕ. Να πεις στα κωλόπαιδά σου ότι δεν με έχουν πηδήξει ακόμα για να δουν τι έχω ανάμεσα στα πόδια μου!!! Μάζεψέ τα μην τα κάνω φέτες και τα δώσω στον Φώτη να τα κάνει σουβλάκι!!!” - “Σας παρακαλώ μαντάμ!!! Παραφέρεσθε και να φωνάξω την αστυνομία! Παρακαλώ πηγαίνετε”....

Ο Γιώργος δεν άκουγε πια. Του φαίνονταν σαν γαβγίσματα όλες οι φωνές. Τι εννοούσε “δεν ξέρουν τι έχω ανάμεσα στα πόδια μου”; Δηλαδή τι θα μπορούσε να έχει; “Τι εννοεί”; Ρώτησε έναν φίλο του. “Ότι είναι τραβεστί ρε. Τι δεν έπιασες ακριβώς; Απλά δεν ξέρουμε αν είναι εγχειρισμένη ή όχι”.

Ο Γιώργος έκανε 2 βδομάδες να ξαναπατήσει στο φροντιστήριο. Του είχε φανεί αδιανόητο να είναι αυτή η γυναίκα μη γυναίκα, όχι ακριβώς γυναίκα, παρολίγον γυναίκα, κατά λάθος άντρας. Δεν γίνεται. Και αυτός; Πώς δεν το είχε καταλάβει; Τι ήταν δηλαδή; Κανένας ανώμαλος και του άρεσε αυτή; Ε, αυτός. Ε, ε, πώς τους λένε τελικά αυτούς; Είχε αρρωστήσει πραγματικά. Είχε σηκώσει πυρετό. Όχι τόσο με την συνειδητοποίηση αυτή καθαυτή. Αλλά με μία άλλη, χειρότερη. Ότι τελικά δεν τον πείραζε και τόσο. Που δεν ήξερε τι είχε ανάμεσα στα πόδια της. Που δεν ήξερε αν ανήκε στο δικό του φύλο ή όχι. Που εκδιδόταν για να ζήσει. Ως άντρας ή ως γυναίκα ή ως ανδρόγυνη φύση. Tην....τον ήθελε. ΤΟΥΣ ήθελε τέλος πάντων. Και αυτό τον αρρώσταινε. Χειρότερα όμως τον αρρώσταινε η ιδέα του να μην την ξαναδεί. Να μην κάνει σεξ μαζί της. Να μην δει τι έχει ανάμεσα στα πόδια της...

Γι’ αυτό αποφάσισε να πάει στο φροντιστήριο. Και μετά το μάθημα να χτυπήσει το κουδούνι της. Θα της προσφερόταν. Θα της πρόσφερε ό,τι είχε και δεν είχε, μόνο και μόνο για να λύσει το μυστήριό της, για να λύσει τον γόρδιο δεσμό του. Ή για να δεθεί χειρότερα. Εκείνο το βράδυ, διάβασε ξανά το απόσπασμά του από την Jane Eyre στην τάξη μπερδεύοντας Θ με Φ, Δ με Β, Γ με Κ. Και όλα τα γράμματα αναμεταξύ τους. Ευτυχώς η ώρα πέρασε γρήγορα. ΚΙ αυτός γρήγορα πέρασε τον συνοικιακό κεντρικό δρόμο που χώριζε το φροντιστήριο από το σπίτι της. Και χτύπησε το κουδούνι. Και κανείς δεν του απάντησε. Και ξαναχτύπησε. Και πάλι τίποτα. Εκείνη την ώρα η πόρτα άνοιξε και βγήκε ένας κύριος με το σκυλάκι του, για την βραδυνή του βόλτα. “Με συγχωρείτε...έχω να δώσω κάτι στην κυρία του.... τετάρτου...”. Τον κοίταξε ο κύριος με το σκυλάκι από πάνω ως κάτω. “Κυρία; Τι λες παιδί μου; Δεν ήταν κυρία αυτή. Ή μάλλον ήταν κυρία με παπάρια. Τέλος πάντων. Έφυγε. Δεν είναι εδώ. Την διώξαμε. Παραλίγο να έχουμε δράματα. Ένα μεσημέρι ήρθε ο νταβατζής της και παραλίγο να την γκρεμίσει από το μπαλκόνι και να έχουμε άλλα. Ήρθε η αστυνομία τους μάζεψε... Μετά τα μάζεψε κι αυτή. Μας άδειασε τη γωνιά. Ξεβρώμισε ο τόπος”. Ο Γιώργος έμεινε στην είσοδο να κοιτά κάπως χαζά τα κουδούνια. Πιστεύοντας πως θα άλλαζε έτσι τη μοίρα τους...

Κάμποσα χρόνια μετά, ο Γιώργος, ξαπλωμένος στο κρεβάτι της εστίας του πανεπιστημίου, διάβαζε το ΣΥΜΠΟΣΙΟ του Πλάτωνα. Εκεί είδε τη θεωρία του για τους στρογγυλούς ανθρώπους και το τρίτο γένος. Το ανδρόγυνο. Που προερχόταν από τη Σελήνη. Έκτοτε, κάθε βράδυ, στο γέμισμα της Σελήνης, ο Γιώργος βάδιζε στα σκοτεινά σοκάκια της Ζήνωνος για να βρει το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου του.

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ