«Η παράσταση δεν είναι σκηνικό, δεν είναι φώτα. Είναι οι άνθρωποι. Εσείς, εγώ, είναι οι γυναίκες που ρωτούν, είναι τα παιδιά που μας κοιτούν. Έτσι που εσείς, καθώς κι εγώ, αφήνουμε την ώρα να πηγαίνει μόνη της». Ένας σκηνοθέτης που προσπαθεί να επιβάλει την άποψή του, ηθοποιοί που αμφισβητούν τις μεθόδους του κι ένας συγγραφέας που τους ειρωνεύεται όλους κι είχε αποφασίσει από τα τέλη της δεκαετίας του ’20 να απομυθοποιήσει σύσσωμο τον κόσμο του θεάτρου. 

 

Ο Δημήτρης Μαυρίκιος επιστρέφει στο Εθνικό Θέατρο και στον δαιμόνιο Λουίτζι Πιραντέλο, ανεβάζοντας το «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε», και μάλιστα με τη μουσική που είχε γράψει πριν από δεκαετίες ο Μάνος Χατζιδάκις για το έργο.

 

Ναι, αυτά τα τρία υπέροχα τραγούδια («Ο ταχυδρόμος πέθανε», «Το μαντολίνο», «Η πέτρα»), που ο ίδιος ο συνθέτης χαρακτήριζε «τραγικά κι ελαφριά μαζί», θα ακούγονται κάθε βράδυ στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού από τις 10 Νοεμβρίου που κάνει πρεμιέρα η νέα «αναμέτρηση» του Μαυρίκιου με το σύμπαν του Ιταλού (διασκευή μουσικής Νίκος Κυπουργός). 

 

Οι ηθοποιοί που θα ερμηνεύσουν αυτό το κείμενο (γραμμένο στα τέλη της δεκαετίας του ’20), το οποίο ισορροπεί μεταξύ υποταγής και αυθαιρεσίας, μεταξύ πραγματικότητας και επινόησης, είναι, εκτός από τον σκηνοθέτη, ο Γιάννης Βογιατζής, η Ράνια Οικονομίδου, η Λυδία Φωτοπούλου, η Γιούλικα Σκαφιδά, ο Στέφανος Παπατρέχας, ο Νεκτάριος Φαρμάκης κ.ά.

 

Η παράσταση του «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε», για την οποία ο Μάνος Χατζιδάκις έγραψε τη μουσική, ανέβηκε την περίοδο 1961-62 στο Θέατρο Αθηνών από τον θίασο του Δημήτρη Μυράτ (σε δική του μετάφραση και σκηνοθεσία), σε κουστούμια - σκηνογραφίες του Δημήτρη Μυταρά, με πρωταγωνιστές τους Γιάννη Αργύρη, Αλίκη Ζωγράφου, Βούλα Ζουμπουλάκη, Βύρωνα Πάλλη κ.ά.

 

Όπως σημείωνε τότε στο πρόγραμμα της παράστασης ο συνθέτης: «Με τη μουσική αυτή δεν φιλοδοξώ να προσθέσω μια ακόμα μουσική στις τόσες που έχω γράψει για το θέατρο. Σκοπός μου ετούτη τη φορά, και μ’ αφορμή ένα θαυμάσιο έργο, ίσως το πιο θαυμαστό του Πιραντέλο, είναι να φτιάξω πάλι τραγούδια, μα που να πηγαίνουν πιο μπροστά, απ’ ό,τι έχω φτιάξει μέχρι τώρα. Γιατί αξίζει κανείς να φτιάχνει τραγούδια λαϊκά που να μην καμώνονται τα λαϊκά με τη φτωχοντυμένη και λαϊκοφανή τους παρουσία».

 

Και λίγο παρακάτω: «Τώρα, αν τα τραγούδια μου αυτά είναι λαϊκά ή όχι, το θέμα χωράει συζήτηση. Γιατί τι συνηθίσαμε να λέμε λαϊκό και τι πραγματικά είναι; Για να εξηγηθούμε: όταν λέω κάτι λαϊκό δεν το εννοώ και για τον Λαό. Κατά σύμπτωση, ο Λαός κάθε άλλο παρά λαϊκός είναι. Το μπουζούκια, οι μπαγλαμάδες και οι ζουρνάδες είναι η συνήθειά του. Εμένα με ενδιαφέρουν εκείνες οι λίγες, οι μοναδικές στιγμές που ζει χωρίς καλά-καλά να καταλαβαίνει την αλήθεια του. Είναι οι στιγμές που είναι άνθρωπος χωρίς τη βία του Χρόνου, χωρίς την αγωνία του Χώρου, χωρίς τη φθορά της τάξης του. Μόνο σ’ αυτές του τις στιγμές ο Λαός δέχεται και εκπέμπει σωστά. Όλα τ’ άλλα είναι φιλολογία».

 

Άλλωστε, και το κείμενο για ανθρώπινες προσωπικότητες και όρια μιλά. Για εκείνη τη λεπτή γραμμή ανάμεσα στο θέατρο και τη ζωή. Τόσο που αναρωτιέσαι: αυτοσχεδιάζουν ή ζουν; Υποδύονται ρόλους ή μιλούν για τους εαυτούς τους οι πρωταγωνιστές του έργου; Ή, τέλος πάντων, όπως μονολογεί στο φινάλε της παράστασης η Ράνια Οικονομίδου: «Είναι, άραγε, εύκολο να είμαστε οι εαυτοί μας;».

 

Info:

Πρεμιέρα 10/11

Σκηνικά: Δημήτρης Πολυχρονιάδης

Κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου

Κίνηση: Βάλια Παπαχρήστου

Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος

Οδηγός Θεάτρου