Νίκος Βασιλείου: «Η αισθητική εμπειρία δεν προσμετράται με ποσοστώσεις»

Ο μαέστρος πρόκειται να διευθύνει τη συναυλία-αφιέρωμα της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Ιάννη Ξενάκη. Λίγο πριν ανέβει στο πόντιουμ, μιλά για όσα έχει μάθει από τον πρωτοπόρο Έλληνα συνθέτη, αλλά και για τις ιδιαίτερες απαιτήσεις που κρύβει η ερμηνεία των συνθέσεών του.

The LiFO team, 7.12.2022 | 18:06

Είναι γνωστό ότι έχετε σε βάθος γνώση της σύγχρονης μουσικής, ενώ ειδικεύεστε στα έργα του Ιάννη Ξενάκη. Τι σας γοήτευσε στο μουσικό του σύμπαν;

 

Η απαράμιλλη ικανότητά του να ερωτοτροπεί με το χάος, χωρίς ποτέ να κυριεύεται απ’ αυτό και σε στιγμές να το μορφοποιεί σε απίστευτους, καλειδοσκοπικούς σχηματισμούς που όσο προβληματίζουν, άλλο τόσο συγκινούν καθώς προσπερνάνε άμεσα το προσωρινό φράγμα του ευ-ληπτου, και μας κάνουν συμμέτοχους- συνεργούς μιας συμπαντικής εμπειρίας. Χαρτογραφεί το άπειρο.

 

—Στις 9 Δεκεμβρίου, εκτός από Ξενάκη, θα διευθύνετε ακόμη έργα Βαρέζ, Μεσσιάν και Μπρόουερ. Τι προσδίδει κατά τη γνώμη σας σε μια αφιερωματική συναυλία, η παρουσίαση των συγκεκριμένων έργων;

 

Εκτός απ την εμφανή σύνδεση με τον Μεσσιάν, που υπήρξε μέντορας του Ξενάκη (το έργο ‘’Εξωτικά πουλιά’’ είναι γραμμένο κατά την περίοδο που ο Ξενάκης προσέγγισε τον Μεσσιάν) και τον ώθησε να συνεχίσει το δημιουργικό του ταξίδι, μακριά από τις όποιες ακαδημαϊκές ή αισθητικές επιταγές της εποχής του. Ο Βαρέζ είναι επίσης μια προσωπικότητα που στιγμάτισε τη μουσική του 20ου αιώνα ,με τις ρηξικέλευθες συνθετικές αντιλήψεις του, που αν και δεν συμφωνούσαν πρωτογενώς με τη λογική του Ξενάκη, παρόλα αυτά είχαν ήδη προλειάνει το χώρο για περαιτέρω πειραματισμούς κι εξερεύνηση των ηχητικών φαινομένων (το έργο ‘’Προσφορές’’ του Βαρέζ, παρουσιάστηκε το 1922 –χρονιά γέννησης του Ξενάκη). Η συνύπαρξη και των τριών είναι ένας μικρός φόρος τιμής και παράλληλα μια απειροελάχιστη σκιαγράφηση του τι μπορεί να επηρέασε τον Ξενάκη στην απαρχή της διαμόρφωσης της μουσικής του γλώσσας. Στον αντίποδα, το έργο του Μπρόουερ, είναι μια τρυφερή σύνθεση, ένα γοητευτικό ντιβερτιμέντο, γραμμένο με μια πιο εξωστρεφή προδιάθεση, από έναν συνθέτη που γνωρίζει το λεξιλόγιο της πρωτοπορίας του 20ου αιώνα ( –μιας και οι δάσκαλοί του είχαν συχνή επαφή με το Νταρμσταντ) και επικεντρώνεται στο αγαπημένο του όργανο, την κιθάρα.

 

—Κατά τη γνώμη σας, πρόκειται για μια συναυλία που απευθύνεται σε εξειδικευμένο κοινό;

 

Κατά τη γνώμη μου η λέξη ‘’εξειδικευμένο’’ απορρίπτει τη λέξη ‘’κοινό’’. Δεν μπορείς να είσαι και τα δυο-επίσης και τα δυο εμπεριέχουν,-αν και ευρέως χρησιμοποιούμενοι όροι- κάτι σαν ‘’απαξίωση’’, ιδίως όσον αφορά την αισθητική εμπειρία, που δεν προσμετράται με ποσοστώσεις.

 

Κάθε έργο τέχνης, όπως λέει ο Κ.Βόνεγκατ, είναι το ήμισυ μιας ολοκληρωμένης συζήτησης μεταξύ δυο ανθρωπίνων όντων-δε χρειάζεται να αναλύσεις, δε χρειάζεται να πεις κάτι, χρειάζεται να αποφασίσεις αν ήταν χρόνος που ξοδεύτηκε για να σε προάγει.

 

—Πώς διευθύνει κανείς ένα έργο σαν τις Μεταστάσεις, στο οποίο ο κάθε μουσικός καλείται να παίξει ένα διαφορετικό σχήμα; Ποιος είναι ο ρόλος του μαέστρου σε αυτή την περίπτωση;

 

Όπως και σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση, ο μαέστρος λειτουργεί σαν αρμός συγκόλλησης όλων των επιμέρους στοιχείων που απαρτίζουν ένα έργο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση των Μεταστάσεων πρέπει να λειτουργεί με ακρίβεια και φαντασία –ο Ξενάκης δημιουργεί συνεχώς α-χρονικές συνάφειες-κάτι αρκετά δύσκολο κι επικίνδυνο, μοιάζει σαν κάθε φορά να μην ξέρεις πού πατάς και πού πρέπει να πας, είναι όμως συντεταγμένο κι έτσι προκατασκευασμένο από αυτόν για να μοιάζει πάντα με μια πρωτόγνωρη εξερεύνηση.

 

—Το 2022 ήταν η επέτειος των 100 χρόνων από τη γέννηση του Ιάννη Ξενάκη. Πιστεύετε ότι υπήρξαν αρκετές πολιτιστικές εκδηλώσεις προς τιμήν του;

 

Πιστεύω ότι είναι πολύ κρίμα, για προσωπικότητες σαν τον Ξενάκη, να πρέπει να γίνονται επετειακές εκδηλώσεις στην πατρίδα του για να μνημονευθεί το όνομά του, όταν επί της ουσίας η Ελληνική πραγματικότητα τον έχει κι αυτόν (όπως και τόσους άλλους) πνευματικά εξόριστο. Η τρομερή αντίθεση της παγκόσμιας αποδοχής της συνεισφοράς του στην Τέχνη και την Επιστήμη με την επί της ουσίας προβολή του στη χώρα μας, μας εκθέτει ως αδαείς και αγνώμονες.

 

—Σήμερα, θεωρείτε ότι η μουσική του εξακολουθεί να είναι ακατανόητη και να ξενίζει το ευρύ κοινό;

 

Όσο παράξενο κι αν φαίνεται, ο Ξενάκης έρχεται από μια εποχή που είχε τελείως διαφορετική σχέση με το ‘’αν-οίκειο’’ και το ‘’πρωτοποριακό’’ και λειτουργούσε με ένα ιδιαίτερο φίλτρο απέναντι σε αυτό που την ‘’σόκαρε’’, σαν να της το συγχωρούσε, έχοντας καταλάβει ότι η ώθηση προς τα μπρος έρχεται με ταρακούνημα.

 

Σήμερα, στον παγκόσμιο καταπιόνα του διαδικτύου, όπου χωνεύονται καθημερινά αστρονομικές ποσότητες πληροφοριών-εικόνων-ακουσμάτων και όπου η πληροφορία- πραξικοπηματικά σχεδόν-έχει υποκαταστήσει την γνώση και τη βιωματική εμπειρία, ειλικρινά δεν ξέρω τι θα μπορούσε να οριστεί ως ‘’ακατανόητο” ή ‘’ξένο’’ σε μαζική κλίμακα. Σίγουρα υπεκφεύγει του ‘’pop culture’’ ή της ‘’lifestyle’’ γενικευμένης αυταπάτης… Είναι ακατανόητο, με την ίδια έννοια που το Έβερεστ είναι ψηλά…δεν το φτάνεις με επιτόπια πηδηματάκια.

 

—Ποια είναι τα σημαντικότερα διδάγματα που λάβατε για την τέχνη μελετώντας το έργο του;

 

Ότι η αλήθεια είναι πιο δυνατή από οποιαδήποτε σύμβαση. Ότι οι άνθρωποι και οι εποχές τους πρέπει να δημιουργούν μέσα τους χώρο και για καινούργιους ανθρώπους κι εποχές. Ότι δεν πρέπει ποτέ να στερούμε τους εαυτούς μας απ’ το δώρο του στοχασμού-κάθε νους είναι πολύτιμος.

 

—Από το 2005 έως το 2011, είχατε αναλάβει τη Διεύθυνση της Χορωδίας της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Ποιοι λόγοι σας οδήγησαν να στραφείτε στη μουσική διεύθυνση ορχήστρας;

 

Ο λόγος που επέλεξα να γίνω Διευθυντής της Χορωδίας της Εθνικής Λυρικής Σκηνής (μιας αρκετά απαιτητικής -σε επίπεδο εξειδικευμένων γνώσεων -θέσης) στη συγκεκριμένη χρονικά περίοδο ήταν καθαρά βιοποριστικός, καθώς ήταν πιο ρεαλιστικός ως τις προς τότε υποχρεώσεις της ζωής μου. Ευγνωμονώ τον τότε διευθυντή της ΕΛΣ, Λουκά Καρυτινό για την εμπιστοσύνη του τότε (και πάντα -καθώς με δική του εισήγηση και προτροπή ολοκλήρωσα τις σπουδές μου στην Διεύθυνση Ορχήστρας).

 

—Συγκριτικά με την όπερα, η μουσική διεύθυνση μιας συμφωνικής συναυλίας σας φαίνεται απλούστερη;

 

Κάθε είδος με τις δικές του απαιτήσεις και δυσκολίες –υπάρχουν απλούστερα έργα και στις δυο κατηγορίες –όπως και απροσπέλαστα μεγαθήρια και στις δυο κατηγορίες.

 

—Τι έχει να περιμένει από τη συγκεκριμένη συναυλία ένας όχι και τόσο μυημένος ακροατής; Θα πρέπει να προσέλθει έχοντας κάνει κάποια προετοιμασία;

 

Σίγουρα μια ξεχωριστή ακουστική εμπειρία έντονης δυναμικής με όποιες αντιδράσεις μπορεί να δημιουργήσει αυτή, θετικές ή αρνητικές-όλα είναι μέσα στο παιχνίδι.

 

Δεν πιστεύω στην διαδικασία της προετοιμασίας εν προκειμένω-πολλές φορές, οι λέξεις κι οι συνειρμοί μας μπλοκάρουν αντί να μας καθοδηγούν. Για μένα, η επιτυχία και το πραγματικό όφελος δεν είναι αν κάποιος έρθει μια φορά σε μια τέτοια συναυλία, αλλά αν θα θέλει να ξαναπάει.

 

Νίκος Βασιλείου: «Η αισθητική εμπειρία δεν προσμετράται με ποσοστώσεις»

 

Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου, 20:30

Μέγαρο Μουσικής Αθηνών

Περισσότερα εδώ

Online αγορά εδώ

Οδηγός Μουσικής