ΤΖΟΝΑΘΑΝ ΚΟΟΥ: ΣΑΝ ΤΗ ΒΡΟΧΗ ΠΡΙΝ ΠΕΣΕΙ
Ξεφεύγοντας από την καυστική κριτική της σύγχρονης Βρετανίας, ο «νέος» Κόου διεισδύει στη γυναικεία ψυχή συνθέτοντας μια μελαγχολική οικογενειακή σάγκα.
Τι απέγινε ο συγγραφέας των βιβλίων Τι ΩραίοΠλιάτσικo, Η Λέσχη των Τιποτένιων και Κλειστός Κύκλος; Πού είναι οαυθάδης και καυστικός Βρετανός που έπαιζε στα δάχτυλα τη νεότερη ιστορία τηςχώρας του, τις κοινωνικές και φυλετικές ανακατατάξεις και τις συνέπειες τηςπολιτικής Θάτσερ και Μπλερ στον κοινωνικό ιστό της Μεγάλης Βρετανίας; Όσοι απότους φανατικούς αναγνώστες του βρεθούν με το ολοκαίνουργιο μυθιστόρημά του (Σαντη βροχή πριν πέσει) στα χέρια τους, ίσως νιώσουν την ανάγκη να επιβεβαιώσουνότι συγγραφέας του είναι όντως ο Τζόναθαν Κόου και όχι κάποιος άλλος.
Ο Βρετανόςσυγγραφέας στο τελευταίο του μυθιστόρημα χαμηλώνει απρόσμενα τους τόνους, επιχειρείνα απομακρυνθεί από την εξωστρέφεια της πολιτικής και της κοινωνικήςπραγματικότητας, από τις θορυβώδεις ανθρώπινες σχέσεις και ενδεχομένως από τοκυνήγι της αλήθειας, που όσο την πλησιάζεις ή προσπαθείς να την κατονομάσειςστις μέρες μας διαθλάται και χάνει κάθε νόημα.
Όλα ξεκινούν με το θάνατο της Ρόζαμοντ, μιαςηλικιωμένης, μοναχικής γυναίκας. Πριν πεθάνει αποφασίζει να μαγνητοφωνήσει σεπαλιομοδίτικες κασέτες την ιστορία της ζωής της, η οποία, όμως, συμπλέκεται μετην τραγική ιστορία της Ίμοτζεν, ενός τυφλού κοριτσιού που εμφανίστηκεαπρόσμενα στη ζωή της και εξαφανίστηκε για πάντα. Οι κασέτες με τις αφηγήσειςτης γηραιάς κυρίας θα βρεθούν στα χέρια της ανιψιάς της, της Τζιλ. Εκείνη, εκπληρώνονταςτην ύστατη επιθυμία της θείας της, αναζητά την τυφλή Ίμοτζεν για να της παραδώσει το ηχογραφημένουλικό. Και να της δώσει την ευκαιρία να μάθει το παρελθόν της οικογένειάς της, τηδυνατότητα να κατανοήσει νηφάλια πια πώς τυφλώθηκε και πώς βρέθηκε να ζειμακριά από τους ανθρώπους που την έφεραν στον κόσμο.
Καθώς η Τζιλ ακούει μαζί με τις δικές της κόρες την ηχογραφημένη διαθήκη,δεν ανακαλύπτει μόνο την ιστορία της Ίμοτζεν, αλλά εισέρχεται πρώτη φορά στονπερίκλειστο κόσμο της Ρόζαμοντ, μιας ομοφυλόφιλης γυναίκας που διεκδίκησεθαρραλέα την αγάπη, την ευτυχία αλλά και τη μητρότητα στα συντηρητικάμεταπολεμικά χρόνια. Είκοσι πολυκαιρισμένες φωτογραφίες δίνουν το έναυσμα στη Ρόζαμοντνα μιλήσει με μητρική φροντίδα στην Ίμοτζεν για το μισερό βίο της γιαγιάς τηςκαι της μητέρας της, για την έλλειψη αγάπης και τον πόνο που οι δύο γυναίκες μετέφερανσαν πικρό γάλα και τραγική μοίρα από γενιά σε γενιά.
Το εγχείρημα του Τζόναναθ Κόου να... εκθηλυνθείκαταδυόμενος στις ψυχές των γυναικών μοιάζει πετυχημένο. Με μια αυστηρή καιστέρεη δομή, καθορισμένη κυρίως από τον ηχογραφημένο μονόλογο της αφηγήτριαςκαι τη λεπτομερή περιγραφή των είκοσι φωτογραφιών του παρελθόντος, συνθέτει μιαμελαγχολική οικογενειακή σάγκα.
Ο λόγος του, μεστός και χωρίςσυναισθηματικές εξάρσεις, ενισχύει την εσωτερική δύναμη αλλά και τη φύση μιαςιστορίας στοιχειωμένης από καταπιεσμένα, ματαιωμένα συναισθήματα καιαπογοητεύσεις. Ας μη βιαστούμε πάντως να τον κατηγορήσουμε ότι απαρνήθηκε τόσοεύκολα την πολιτική. Ο ίδιος πιστεύει, άλλωστε, ότι η οικογένεια παραμένει τοισχυρότερο και πλέον ανόθευτο είδος πολιτικής οργάνωσης. «Καθώς μεγαλώνειςδιαπιστώνεις το μέγεθος της επιρροής και της εξουσίας των γονιών στα παιδιάτους» λέει, πριν καταλήξει: «Δεν υπάρχει ίχνος δημοκρατίας εκεί».