ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΜΙΝΙΑΤΗΣ, ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, ΙΩΑΝΝΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ: ΧΡΟΝΙΚΑ ΤΩΝ ΑΛΩΣΕΩΝ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Τρεις βυζαντινές αφηγήσεις για τις αλλεπάλληλες πολιορκίες της Θεσσαλονίκης συνθέτουν το χρονικό μιας πόλης που την κατέκτησαν πολλοί.
Το 904 μ.Χ. οι Σαρακηνοί πειρατές της Κρήτης κατέπλευσαν στη Θεσσαλονίκη, την πολιόρκησαν, την κατέκτησαν και τη λεηλάτησαν. Το 1185 τον όλεθρο στην πόλη έσπειραν οι Νορμανδοί της Σικελίας. Και το 1430 ήταν η σειρά των Τούρκων να την καταστρέψουν και να την καταλάβουν για πολλά χρόνια.
Τρεις συγγραφείς, ο Ιωάννης Καμινιάτης, ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης και ο Ιωάννης Αναγνώστης, που γνώρισαν ο καθένας στην εποχή του την αναμονή πριν την επίθεση, την κατάσταση πολιορκίας, την απέλπιδα άμυνα των κατοίκων, τη βία των εχθρών που έσπειραν τη φωτιά και το θάνατο και, τέλος, την αιχμαλωσία, διηγούνται την εμπειρία της καταστροφής. Οι αφηγήσεις τους περιγράφουν τον διαχρονικό εφιάλτη της πολιορκίας και της σφαγής που έζησαν όλες οι πόλεις οι οποίες βρέθηκαν στη θέση του αμυνόμενο διαμέσου των αιώνων.
«Ο ήλιος ανέτειλε πάνω από τους αγρούς χωρίς να μπορέσει να διαλύσει τη φονική νύχτα, αφού ο ζόφος του θανάτου περιφρονούσε τις ηλιαχτίδες. Μόλις άνοιγε κανείς τα μάτια του μετά από γλυκό ύπνο, συναντούσε τον πικρό και παντοτινό ύπνο. Ένας αληθινός εφιάλτης κρεμόταν πάνω από τα κεφάλια όσων κοιμόντουσαν. Όποιος τον έβλεπε, έκλεινε τα μάτια για τελευταία φορά. Αυτός που ξυπνούσε και άφηνε το κρεβάτι βρισκόταν εκ νέου ξαπλωμένος από εχθρικό σίδερο που τον κοίμιζε με τον τρόπο που αυτό αγαπά» γράφει ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης.
Τα τρία κείμενα που παρουσιάζονται από τις εκδόσεις Άγρα συνδέουν τα βιώματα των συγγραφέων με τα συλλογικά δεινά της Θεσσαλονίκης και ξεφεύγουν από το αυστηρό πλαίσιο της βυζαντινής ιστορικής αφήγησης, απελευθερώνοντάς την και χαρίζοντάς της τη γοητεία της λογοτεχνίας που βασίζεται στην προσωπική ματιά και στο συναίσθημα.
Όπως γράφει στον πρόλογο του βιβλίου ο Πάολο Οντορίκο, διευθυντής σπουδών στο Κέντρο Βυζαντινών, Νεοελληνικών και Νοτιοευρωπαϊκών Σπουδών της Ανωτάτης Σχολής Κοινωνικών Επιστημών στο Παρίσι, «αυτά τα τρία κείμενα έχουν μια καθαρά προσωπική λειτουργία: η γραφή χρησιμεύει στους συγγραφείς στο να εκφράσουν το πένθος τους για τα οδυνηρά γεγονότα των οποίων υπήρξαν θύματα και τους επιτρέπει να επανέλθουν σε όσα βίωσαν για να μετατρέψουν την οδύνη σε καλλιτεχνική έκφραση, σε λογοτεχνία, όπου η πραγματικότητα υποτάσσεται σε προσωπικές επιδιώξεις.