ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΚΟΡΟΜΗΛΑ: Η ΜΑΡΙΑ ΤΩΝ ΜΟΓΓΟΛΩΝ
Η Μαριάννα Κορομηλά εξιστορεί την «αθέατη» ζωή της Μαρίας Κομνηνής Παλαιολογίνας και επιχειρεί να αποκαταστήσει μέρος της ιστορίας του Βυζαντίου πέρα από τη βεβαιότητα της μίας και μοναδικής αλήθειας.
ΗΙστορίαδεν γράφεται τελικά ούτε από τους νικητέςούτε από τους γνωστούς «αλχημιστές»εθνικών συνειδήσεων, ενώ η ιστορικήγνώση παύει σιγά σιγά να είναι φέουδοτης λειψής και συχνά κουτοπόνηρηςεγκύκλιας εκπαίδευσης. Οι δυνατότητεςτης νέας εποχής (τεχνολογική εξέλιξη,εξάπλωση των μη μαζικών ταξιδιών ακόμακαι σε μακρινούς προορισμούς), μπορούννα μας ωθήσουν πέρα από τη βεβαιότητατης μίας και μοναδικής ιστορικήςαλήθειας. Και να αποκαθηλώσουν από τοσαθρό του βάθρο τον ιστορικό που μοιάζειμε animateurή άκαμπτο καθοδηγητή ενός υποταγμένουπλήθους.
Ευτυχώς,κάθε εποχή έχει τους δικούς της φωτισμένουςιστορικούς, επιστήμονες, μελετητές,ώριμους ανθρώπους που μπορούν νασεβαστούν τις πολλαπλές ερμηνείες καιπροσεγγίσεις των γεγονότων τουπαρελθόντος, την αντιφατική φύση τηςΙστορίας.
Λαμπρόπαράδειγμα ώριμης προσέγγισης τηςΙστορίας αποτελεί το βιβλίο ΗΜαρία των Μογγόλωντης ιστορικού Μαριάννας Κορομηλά. Ησυγγραφέας με θαυμαστή αμεσότητακυκλώνει το βίο μιας ξεχωριστής γυναίκας:Είναι η Μαρία Κομνηνή Παλαιολογίνα,κόρη του στρατηγού και μετέπειταΒυζαντινού αυτοκράτορα Μιχαήλ Η'Παλαιολόγου. Στα μέσα του 13ουαιώνα, στα χρόνια του παρακμάζοντοςΒυζαντίου, θυσιάστηκε ως άλλη κόρη τουΑγαμέμνονα για να διασφαλιστούν τασύνορα και η βυζαντινο-μογγολική ειρήνη.Η Μαρία, τρυφερό κορίτσι, στάλθηκε απότον άκαρδο πατέρα της στη χώρα τωντρομερών Μογγόλων για να παντρευτείτον Τσεγκισχανίδη, ηγεμόνα Χουλαγκού.Ο υποψήφιος γαμπρός έκλεισε τα μάτιατου πριν προλάβει να υποδεχθεί τηδωδεκάχρονη και η Παλαιολογίνα αναγκάστηκενα παντρευτεί το γιο του.
ΗΜ. Κορομηλά δεν προτίθεται να παραστήσει,όπως γράφει, «τον Όμηρο των μεσαιωνικώνχρόνων» ούτε στήνει ευφάνταστεςμυθοπλασίες γύρω από ένα πρόσωπο πουοι γνώσεις για τις περιπέτειες της ζωήςτου είναι έμμεσες, απειροελάχιστες καισυγκεχυμένες. Στο βιβλίο της, το πάθοςτης για τη μοσχαναθρεμμένη αρχοντοπούλαπου δόθηκε πεσκέσι στους βαρβάρουςφωτίζει ένα ακόμα ιστορικό έλλειμμα,τη συνήθεια των ανδρείων που γράφουντην ιστορία να αποσιωπούν, ως ανάξιαλόγου, όσα έζησαν ή πρόσφεραν οι ανώνυμες,αθέατες και εξόριστες γυναίκες τηςΙστορίας.
Ησυγγραφέας -ακάματη και μοναχικήταξιδιώτισσα εδώ και δεκαετίες στονκόσμο της Μαύρης Θάλασσας, στη Μεσοποταμία,στα αρμενικά υψίπεδα, στα λιμάνια τηςΑνατολικής Μεσογείου κ.α.- παραδέχεταιεπίσης στις διακριτικές αυτοβιογραφικέςαναφορές του βιβλίου της ότι οφείλειστη μικρή Παλαιολογίνα τον τρόπο με τονοποίο έμαθε να βλέπει και να κατανοείτην ύλη της Ιστορίας. Καθώς άρχισε μαζίτης να αφουγκράζεται τους ανθρώπουςκάτω από τα βομβαρδισμένα κτίρια, ταταπεινά πανδοχεία και τα κάθε λογήςχαλάσματα, και να επιχειρεί χαμηλέςπτήσεις πάνω από τους δρόμους τωνκαραβανιών και κυρίως να συνειδητοποιείότι στο δύσκολο και κοπιώδες πεδίο τηςιστορικής έρευνας οι κάθε λογήςβεβαιότητες είναι ανατρέψιμες και ότιτα ενδεχόμενα καιροφυλαχτούν στη στροφήτου δρόμου.