W.G. SEBALD: ΑΙΣΘΗΜΑ ΙΛΙΓΓΟΥ
Ακολουθώντας τα χνάρια του Σταντάλ, του Κάφκα, του Καζανόβα, σε ένα ιλιγγιώδες παιχνίδι με ίχνη και σωσίες που ταξιδεύουν στην Ιταλία και στη Γερμανία της παιδικής του ηλικίας, ο W.G. Sebald ανακαλύπτει τις ρίζες και τις σχέσεις της δικής του μελαγχολίας.
Παλεύοντας, λογοτεχνικά τουλάχιστον, με το πένθος και τις ενοχές που κληροδότησαν στο γερμανικό έθνος οι θηριωδίες του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, ο W.G. Sebald γράφει «ανήσυχα», αδυνατώντας να ακολουθήσει στο έργο του τον τρόπο μιας συμβιβασμένης ηθικής άποψης. Η αναζήτηση, λοιπόν, είναι δεδομένη και αναπόφευκτη, και τ' αποτελέσματά της ορατά, άμεσα ή έμμεσα, στο λογοτεχνικό του έργο. Ένα ανάλογο ταξίδι προτείνει ο συγγραφέας στον αναγνώστη και μέσα από το βιβλίο του Αίσθημα Ιλίγγου.
Πρόκειται για τέσσερα πεζογραφήματα, στα οποία ο συγγραφέας είτε συναντιέται με λογοτεχνικές μορφές που θαυμάζει, όπως ο Σταντάλ και ο Κάφκα, είτε έρχεται αντιμέτωπος με τα δικά του φαντάσματα. Η μελαγχολία είναι το στοιχείο που συνδέει του δύο κορυφαίους συγγραφείς της παγκόσμιας λογοτεχνίας με τον Sebald, και στηριζόμενος στη συναισθηματική παρόρμηση που καθοδηγούσε τη ζωή τους, ο Γερμανός συγγραφέας δημιουργεί καλειδοσκοπικά έναν καμβά όπου το φανταστικό μπλέκει με το πραγματικό. Σε καθένα από τα τέσσερα μέρη η αφήγηση ακολουθεί γρήγορους ρυθμούς, σχεδόν γλιστράει από το ένα συμβάν στο άλλο, από τον έναν τόπο στον άλλον, κι ο αναγνώστης ίσως θα χρειαζόταν να επιστρέψει ξανά και ξανά σε ορισμένα σημεία για να πιάσει το νήμα της και να τοποθετήσει σωστά τα πρόσωπα στο περιβάλλον τους, αλλά αυτό τελικά δεν είναι αναγκαίο. Ο λιτός και μακροπερίοδος λόγος αφήνει χώρο ώστε να αναπτυχθεί ο ουσιαστικός πρωταγωνιστής, το αίσθημα του ιλίγγου, που ενώ αποτελεί ασθένεια, στα χέρια του έμπειρου συγγραφέα μετατρέπεται σε μια ενδιαφέρουσα αναγνωστικά εμπειρία: «... άρχισε να φουσκώνει μέσα μου μια αόριστη ανησυχία, που εκδηλώθηκε με ένα αίσθημα δυσφορίας και ιλίγγου. Σβήνονταν τα περιγράμματα των εικόνων και πάσχιζα να τα κρατήσω, οι σκέψεις μου διαλύονταν πριν καλά καλά προφτάσω να τις συλλάβω».
Ο Sebald βρίσκεται εσκεμμένα σε μια διαρκή κίνηση, και σε επίπεδο αφήγησης και σε επίπεδο τόπου, προσπαθώντας να ξεφύγει από μια πατρίδα που του φαινόταν «ανέκαθεν ακατανόητη». Κι όσο περισσότερο απομακρύνεται, επανέρχεται, ξαναφεύγει, προσπαθώντας να ξεφύγει από όσα τον στοιχειώνουν, τόσο καταλαβαίνει τη ματαιότητα των προσπαθειών του. «Με το πέρασμα των χρόνων έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τώρα πια η ζωή ξεπηδάει απ' αυτό το βουητό, το οποίο μας κυνηγάει και θα μας καταστρέψει σιγά σιγά, όπως κι εμείς καταστρέφουμε ό,τι υπήρχε για πολύ καιρό πριν από εμάς».