Αρμάν Μαρί Λερουά: Η Λιμνοθάλασσα - Πώς ο Αριστοτέλης επινόησε την επιστήμη
Στο βιβλίο «Η Λιμνοθάλασσα - Πώς ο Αριστοτέλης επινόησε την επιστήμη» ο καθηγητής του Imperial College γράφει για τη συνέχεια των όντων και των επιστημών με φόντο την απέραντη λιμνοθάλασσα της Καλλονής, στη Λέσβο
Μέχρι τώρα πιστεύαμε ότι η Βιολογία είναι ένας εξειδικευμένος κλάδος που αναφέρεται σε ειδικά πειράματα και συμπεράσματα, καθόλου προσβάσιμος στο ευρύ κοινό. Αντίστοιχα, πάλι, θεωρούσαμε πως ο Αριστοτέλης είναι πολύ απόμακρος για όλους όσοι δεν παρακολουθούν επιτυχώς τους λογικούς αλλά και αντιφατικούς συνειρμούς του.
Κι όμως, ο Αρμάν Μαρί Λερουά, ένας αυστηρός, κατά τα άλλα, επιστήμονας, καθηγητής Εξελικτικής Αναπτυξιακής Βιολογίας στο περίφημο Imperial College του Λονδίνου, συνέγραψε ένα υπέροχο βιβλίο που όχι μόνο καθιστά κατανοητό τον Αριστοτέλη ως πατέρα των επιστημών και της Βιολογίας αλλά μετατρέπει τις διαπιστώσεις του σε πραγματική αναγνωστική απόλαυση.
Γιατί όποιος διαβάζει τη μαγική Λιμνοθάλασσα - Πώς ο Αριστοτέλης επινόησε την επιστήμη του Αρμάν Μαρί Λερουά που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ροπή, οι οποίες πραγματικά έχουν συμβάλει στην εξοικείωση του αναγνωστικού κοινού με μια σειρά από αυστηρά επιστημονικά κείμενα, ανιχνεύει πίσω από τις όμορφες περιγραφές του τις μαγικές επιρροές της αριστοτελικής σκέψης ως απελευθέρωσης του νου από τις προκαταλήψεις, την ουσιαστική συμβολή της πολιτισμικής θεωρίας (βλέπε σχολή των Ανάλ) στην εκ νέου ανάγνωση του ρόλου της Μεσογείου αλλά και την ουσιαστική επισκόπηση του κόσμου ως μιας ατελείωτης συναρμογής διαπιστώσεων, συμβολικών αναγνώσεων, ποιητικών αναφορών και, κυρίως, ομορφιάς.
«"Αυτός που θα περάσει ένα ήσυχο καλοκαίρι δίπλα σε αυτήν τη λιμνοθάλασσα και θα βρει εκεί όλο τον φυσικό πλούτο, όσσον Λέσβος... εντός εέργει (σ.σ. απ' όσους κατοικούν στη Λέσβο), έχοντας στα πόδια του τα πλάσματα που ο Αριστοτέλης γνώρισε και αγάπησε, θα είναι ένας τυχερός φυσιοδίφης". Το έκανα. Έχει δίκιο».
Ναι, ομορφιάς. Όσο παράδοξο κι αν φαίνεται, το κεραυνοβολημένο από την ατελείωτη ωραιότητα του φυσικού πλούτου βλέμμα του Λερουά μένει ενεό απέναντι στη συγκλονιστική παρουσία τόσων αποκαλύψεων που άντεξαν στον χρόνο και επέβαλαν με την αλήθεια τους την αξία τού να γινόμαστε οι διαρκώς σύγχρονοι Χριστόφοροι Κολόμβοι στην αχανή και αθέατη terra incognita της γνώσης.
Σίγουρα δεν είναι σύνηθες να βλέπεις έναν επιστήμονα αλλά και βαθύ γνώστη των Αρχαίων Ελληνικών και της ποίησης να περιδιαβαίνει με άνεση στο θάμβος τόσων πληροφοριών και να τις κάνει δικές του με αγάπη, μεταδίδοντάς τες, στη συνέχεια, ακόμα και στον πιο ανίδεο αναγνώστη, τον οποίο καθιστά, με αυτό τον τρόπο, παντοδύναμο (το αρχέγονο στοίχημα της γνώσης!).
Με άλλα λόγια, ο Λερουά από τη μια πασχίζει να εξηγήσει το πλέον κρίσιμο επιστημονικά διακύβευμα και από την άλλη αφήνεται να παρασυρθεί ο ίδιος από την ανεξήγητη επιβολή της ομορφιάς των διαρκών αποκαλύψεων που κρατούν από την Αρχαιότητα, όπως οι αλχημιστές της Αναγέννησης και οι καλλιτέχνες φιλόσοφοι (βλέπε Λεονάρντο ντα Βίντσι).
Όσο και αν αντιτίθεται στην ευκολία που έχει ο Πλάτωνας να παραδίδεται στο ανερμήνευτο, μοιάζει εξίσου ανοιχτός στη μαγική σκέψη, μπερδεύοντας, για παράδειγμα, μοναδικά τις αρχαίες ερμηνείες για τις προφητείες που συνδέονταν με τα εντόσθια των ανθρώπων και των ζώων, ανιχνεύοντας συγκεκριμένες τελετουργίες που μετρούν, αιώνες τώρα, στα ίδια μέρη. Και αυτά δεν είναι άλλα από συγκεκριμένους τόπους που επισκέφθηκε ο Αριστοτέλης, με πρώτο απ' όλους το νησί της Λέσβου και την περιοχή της Καλλονής.
Στην απέραντη αυτή λιμνοθάλασσα ο Σταγειρίτης φιλόσοφος ανίχνευσε τη βασική πηγή των επιστημονικών περιγραφών του και εντόπισε τα είδη στα οποία βάσισε τις διαπιστώσεις του, δίνοντας το έναυσμα στον Λερουά, αιώνες αργότερα, να διαπιστώσει ιδίοις όμμασι ότι, για παράδειγμα, το αριστοτελικόν «όργανον» παραμένει εξίσου ανεξίτηλο με τα περισσότερα από τα είδη που περιγράφει, τα οποία συνεχίζουν να ζουν και να συμπεριφέρονται με ανάλογο τρόπο.
«Απ' όλα τα μέρη του ανατολικού Αιγαίου όπου έζησε ο Αριστοτέλης, η Λέσβος είναι το πιο όμορφο» γράφει με τρομερή ευκρίνεια στο βιβλίο ο Λερουά. «Εδώ, όπως πουθενά αλλού, σε αυτά τα παράλια με τη γυμνή, ψημένη γη, ο φυσικός κόσμος είναι πλουσιοπάροχα παρών και ελκυστικός: και όσον αφορά τη Λέσβο, πουθενά τόσο πολύ όσο στην Καλλονή. Το να κατηφορίζεις ένα ανοιξιάτικο πρωινό προς την αποβάθρα σε ένα από τα χωριά που είναι διασκορπισμένα στις ακτές της Καλλονής σημαίνει να βλέπεις το Περί τα ζώα ιστορίαι να ζωντανεύει.
» Μπορεί κανείς να δει τα ψάρια που αναφέρει ο Αριστοτέλης –πέρκα, σκορπιός, σπάρος και κέφαλος– πεταμένα με ανοιχτό το στόμα στις καρότσες των αγροτικών αυτοκινήτων και, τουλάχιστον όσον αφορά τα συγκεκριμένα, μπορείτε ακόμα και να χρησιμοποιήσετε τις περιγραφές, εάν θελήσετε να αγοράσετε μερικά για να τα ψήσετε. Μπορείτε, επίσης, να αγοράσετε έναν κουβά γεμάτο σουπιές και, ακολουθώντας το κείμενό του, να προχωρήσετε στην ανατομή τους. Μπορείτε να γείρετε στην άκρη της αποβάθρας, να σκύψετε και να βγάλετε από τη θάλασσα ασκίδια, θαλάσσιες ανεμώνες, αγγούρια της θάλασσας, πεταλίδες και καβούρια – τα περιγράφει όλα. Τα αμπάρια στις ψαρόβαρκες είναι γεμάτα με όστρακα και θήκες αυγών από πορφύρες που κατακλύζουν τον πυθμένα της λιμνοθάλασσας, των οποίων οι αναπαραγωγικές συνήθειες τον προβλημάτισαν πολύ.
» Μπορεί κανείς να περπατήσει κατά μήκος των ελών δίπλα στις αλυκές και να δει βουτηχτάρια, πάπιες, χαλκόκοτες, ερωδιούς και καλαμοκανάδες, των οποίων η ανατομία και οι συνήθειες τον είχαν τόσο γοητεύσει. Μπορεί να δει ευρωπαϊκούς μελισσοφάγους, τα πιο όμορφα από τα αποδημητικά πουλιά, με το φτέρωμά τους στα χρώματα του τιρκουάζ, του χρυσού, του πράσινου και της ώχρας, να φωλιάζουν στις αμμοσύρτεις, όπως ακριβώς το περιγράφει και ο ίδιος. Ο Τόμπσον το απέδωσε ως εξής: «"Αυτός που θα περάσει ένα ήσυχο καλοκαίρι δίπλα σε αυτήν τη λιμνοθάλασσα και θα βρει εκεί όλο τον φυσικό πλούτο, όσσον Λέσβος... εντός εέργει (σ.σ. απ' όσους κατοικούν στη Λέσβο), έχοντας στα πόδια του τα πλάσματα που ο Αριστοτέλης γνώρισε και αγάπησε, θα είναι ένας τυχερός φυσιοδίφης". Το έκανα. Έχει δίκιο».
Εύσημα, τέλος, πρέπει να δοθούν στις μεταφράστριες Αιμιλία-Αλεξάνδρα Κρητικού και Έμιλυ Κρητικού –τον πρόλογο υπογράφει ο Στασινός Σταυριανέας– που κατάφεραν να φέρουν εις πέρας τη μετάφραση ενός κειμένου πλούσιου σε επιστημονικούς όρους, διατηρώντας παράλληλα ολοζώντανη την προφορικότητα της αφήγησης ενός δασκάλου που ξέρει ότι η μεταδοτικότητα απαιτεί έναν λόγο εύληπτο και λαγαρό.