Μια ζεστή, καλοκαιρινή βραδιά δύο παντρεμένα ζευγάρια βγαίνουν για φαγητό σε ένα μοδάτο εστιατόριο. Συζητάνε για διάφορα τετριμμένα ζητήματα για να συγκαλύψουν την ένταση που επικρατεί μεταξύ τους. Οι δεκαπεντάχρονοι γιοι τους έχουν διαπράξει μαζί ένα έγκλημα, το οποίο έχει καταγραφεί από κάμερα. Οι εικόνες έχουν μεταδοθεί από την τηλεόραση, αλλά τα δύο αγόρια δεν έχουν ταυτοποιηθεί ακόμη.
Στην τρίτη του κινηματογραφική εκδοχή, μετά από εκείνες του Μένο Μέιχες και του Ιβάνο ντι Ματέι, το κοινωνικά σημαίνον μυθιστόρημα του Χέρμαν Κοχ, Το Δείπνο, που είδαμε στο διαγωνιστικό πρόγραμμα του Φεστιβάλ Βερολίνου αλλάζει τόνο στα χέρια του γενικά ικανότατου, αλλά εδώ υπερβολικού Όρεν Μόβερμαν και μετατρέπεται σε ένα βερμπαλιστικό θρίλερ, όπου δύο παντρεμένα ζευγάρια έχουν να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες ενός εγκλήματος που διέπραξαν τα παιδιά τους (από ένα έφηβο αγόρι στο κάθε ανδρόγυνο), μιας τραγικής απερισκεψίας που θα οδηγήσει τους καθωσπρέπει ενήλικες σε μια αντίστροφη μέτρηση στρατηγικής και πανικού. Τα προνόμια τίθενται επί τάπητος, αν και για τόσο πολλή ώρα και με τέτοιο στόμφο, που το κουαρτέτο των πρωταγωνιστούν παλεύει με κυκλικά συναισθήματα και την κυμαινόμενη, εύθραυστη ψυχολογία, ατελείωτα και εξαντλητικά. Το κεντρικό παιχνίδι επιβολής διεξάγεται ανάμεσα στον ευειδή γερουσιαστή Σταν Λόμαν (Ρίτσαρντ Γκιρ) και τον αδελφό του Πολ (Στιβ Κούγκαν), έναν πρώην καθηγητή Ιστορίας, συντετριμμένο από τη συνεχή σύγκριση με τον επιτυχημένο μεγαλύτερο αδελφό, με επίκεντρο τη Μάχη του Γκέτισμπεργκ και τη συμβολική της σημασία. Το παρατεταμένο, εμφατικό λογύδριο/μάθημα του φινάλε δείχνει τις συντριπτικές προθέσεις του Μόβερμαν εναντίον της ελίτ που τη σκαπουλάρει – σε μια υπόθεση που σίγουρα διαθέτει περιεχόμενο και απηχεί την αλήθεια, εξού και οι πολλαπλές μεταφορές στο σινεμά.