Tο γιουχάισμα στις προβολές, ειδικά σε εκείνες που διεξάγονται παρουσία συντελεστών, πέρα από αγένεια –αγενής μπορεί να υπήρξε και ο δημιουργός μέσα από την ταινία του–, πέρα από έλλειψη στοιχειώδους σεβασμού στη δουλειά που έκαναν τόσοι άνθρωποι, η οποία, σε τελική ανάλυση, πήρε πολύ περισσότερο χρόνο και κόπο από εκείνον που δαπάνησες για να την παρακολουθήσεις, δείχνει και κάτι ακόμα πιο ποταπό: θρασυδειλία. Γιατί, εκμεταλλευόμενος την ανωνυμία της μάζας και την πιθανή στήριξή της, όταν έχει διαγνώσει κλίμα δυσαρέσκειας στην ατμόσφαιρα, ο θύτης ενεργεί με τρόπο που μάλλον δεν θα τολμούσε αν βρισκόταν  πρόσωπο με πρόσωπο με τον δημιουργό, τουλάχιστον όχι δίχως να αποδέχεται την πιθανότητα να εισπράξει την πατροπαράδοτη μπούφλα ως απάντηση. Περαιτέρω, κάποιος που γιουχάρει σε μια προβολή στην πραγματικότητα δεν νοιάζεται καθόλου για όσα είδε στην οθόνη παρά μόνο για το πώς προσδιορίζεται ο ίδιος μέσα από τη στάση του προς εκείνα. Και μόνο γι’ αυτό, στα μάτια μας ένας τέτοιος άνθρωπος δεν μπορεί να έχει θέση στο παραμύθι της σινεφιλίας, αν δεν αλλάξει μυαλά – ζει κυρίως στο παραμύθι της φιλαυτίας του, το σινεμά είναι το μέσο για να την τροφοδοτήσει κι άλλο. Αφήστε, δε, που συχνά το «αστείο» και το γιουχάισμα γυρίζουν σε βάρος του, όπως στην περίπτωση της Περιπέτειας του Αντονιόνι. Οι έντονες αποδοκιμασίες κατά την πρεμιέρα της ταινίας στις Κάννες το 1960 έχουν μείνει θρυλικές από την ανάποδη: όταν κάποιος θέλει να στηλιτεύσει αντίστοιχα πυρωμένες, καφροειδείς αντιδράσεις σε φεστιβάλ, επικαλείται το επιχείρημα «εδώ είχαν γιουχάρει την Περιπέτεια στις Κάννες, στο (βάλτε τον τίτλο του αποδοκιμαζόμενου έργου) θα δίσταζαν;».

 

Για να κάνουμε τον δικηγόρο του διαβόλου, η ταινία ρηξικέλευθα και εντελώς συμπτωματικά, την ίδια χρονιά με μια άλλη μεγάλη δόξα της έβδομης τέχνης, εξαφανίζει την πρωταγωνίστριά της πάνω στο ημίωρο και αφιερώνει αρκετή ώρα στην αναζήτησή της, σε σημείο που να δίνει την αίσθηση στον παρθένο θεατή ότι πρόκειται να παρακολουθήσει ένα μυστήριο. Για όποιον θέλει να τις βρει, απαντήσεις υπάρχουν στο βάθος του κάδρου, όχι μόνο για την εξαφάνιση της Άνα αλλά για πολλά πράγματα – η εικόνα της Κλαούντια, που παραμονεύει έξω από το παράθυρο των εραστών π.χ., μας αποκαλύπτει πολλά για τις επιθυμίες της, πολύ πριν μας τα δώσει το σενάριο.

 

Αν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε ορολογία αφηγηματικού σινεμά, η εξαφάνιση της Άνα είναι ένα macguffin, ένας μηχανισμός της πλοκής ώστε ο Αντονιόνι να αφηγηθεί(;) την πραγματική ιστορία και να αναπτύξει τις θεματικές του, τις οποίες, όπως συνηθίζεται στις μεγάλες ταινίες, μας έχει συστήσει με το καλημέρα. Όταν εργάτες εκμυστηρεύονται στον πλούσιο πατέρα της Άνα τις ανησυχίες τους για την ανοικοδόμηση σε ένα οικόπεδο και για τις δυσμενείς αλλαγές στην πόλη τους, εκείνος δείχνει να τις συμμερίζεται, μα δευτερόλεπτα μετά φαίνεται σαν αυτή στιχομυθία να μη συνέβη ποτέ. Οι εργάτες παραμένουν στο βάθος του κάδρου, είναι ακόμα εκεί, οι προβληματισμοί τους επίσης, μα ο χαρακτήρας τούς αγνοεί επειδή στην πραγματικότητα δεν δίνει δεκάρα. Δεκάδες αντίστοιχα παραδείγματα μπορούμε να σας φέρουμε μέσα στην ταινία, προσέξτε π.χ. ότι κατά την αναζήτηση της Άνα ο Αντονιόνι τοποθετεί τους χαρακτήρες σε απόσταση μεταξύ τους παρά τον κοινό σκοπό τους. Γενικά, η Περιπέτεια σε (προσ)καλεί να σκαλίσεις το κάδρο της αντί να διαβάζεις μόνο υπότιτλους. Είναι μια ταινία όπου η αποξένωση, η απώλεια της ηθικής, οι καταπιεσμένες επιθυμίες και όσα έχει ο Ιταλός δημιουργός να καταθέσει γύρω από αυτές (επι)κοινωνούνται πρωτίστως μέσα από τη mise-en-scene και από την ίδια της την αφηγηματική δομή. Επίσης, εδώ εγκαινιάζεται μια συνεργασία σκηνοθέτη-ηθοποιού που άφησε εποχή. Οι συγκυρίες έφεραν τη Μόνικα Βίτι στον δρόμο του Αντονιόνι τη στιγμή που προσέγγιζε την απόλυτη δημιουργική του ωριμότητα, παρέχοντάς του το τέλειο πρόσωπο και το αρμοστά αμφίθυμο ερμηνευτικό avatar για να μιλήσει για την ανθρώπινη «περιπέτεια», χτίζοντας ένα δικό του καλλιτεχνικό ιδίωμα, στηριγμένο εν πολλοίς στην αινιγματικότητα, την οποία η Ιταλίδα πρωταγωνίστρια πρέσβευε ιδανικά.

 

Μπορεί η Έκλειψη να είναι το μεγάλο αριστούργημα της άτυπης τριλογίας που ξεκίνησε η Περιπέτεια, αλλά στο άκουσμα των γλυκόπικρων μελωδιών του Τζιοβάνι Φούσκο, στη θέα της γοητευτικής ασπρόμαυρης φωτογραφίας, του ερημικού σικελικού τοπίου και, φυσικά, της Βίτι δεν μπορείς παρά να νιώσεις ότι βρίσκεσαι σε καλά χέρια. Αφέσου και θα διαπιστώσεις ότι παραμένει μια δημιουργία μοντέρνα όπως τότε, αν όχι περισσότερο, σημειολογικά πυκνότερη και κινηματογραφικά υπέρτερη σε σχέση με δεκάδες σύγχρονα arthouse πυροτεχνήματα που ενίοτε φεύγουν με Χρυσούς Φοίνικες από το ίδιο μέρος όπου αυτή λοιδορήθηκε. Τι ειρωνεία, και ταυτόχρονα πόσο τρανή διάψευση του Νοέ που ισχυρίζεται ότι «ο χρόνος καταστρέφει τα πάντα». Κι όμως, ενίοτε τα φτιάχνει, μας αποκαλύπτει ομορφιά εκεί που δεν μπορέσαμε να την εντοπίσουμε, γιατί δεν είχαμε τη διαύγεια, τη συγκέντρωση, τα εργαλεία ή (και) την ταπεινότητα. Μας ξέφυγε, σαν εκείνο το σκάφος που διασχίζει τη θάλασσα στο βάθος του κάδρου, λίγο μετά την εξαφάνιση της Άνα.