Το σκηνοθετικό ντεμπούτο της Καναδοκορεάτισσας Σελίν Σονγκ, που έκανε πρεμιέρα στο φεστιβάλ του Sundance και διαγωνίστηκε χωρίς να κερδίσει ούτε ένα βραβείο (!) στην Berlinale του 2023, ένα λιτό αριστούργημα με θέμα τη συνάντηση ενός άνδρα και μιας γυναίκας 24 χρόνια μετά τον αποχωρισμό τους, δικαίως θεωρείται το ρομάντσο της δεκαετίας, ένα πνευματικό love story για μια γενιά γεμάτη τρυφερές αβεβαιότητες, με αδυναμία στο αντίο και σίγουρα με διαφορετικούς κώδικες επικοινωνίας, από την εποχή της Σύντομης Συνάντησης.

 

Ανάλαφρες, στοχαστικές, ανεπιτήδευτες αλλά και περίπλοκες στη δομή και την εξέλιξή τους, Οι Περασμένες Ζωές είναι μια διασταύρωση Χαμαγκούτσι με Ρομέρ και αυθεντική ιστορία μισεμού και νόστου που ξεκίνησε από τα προσωπικά βιώματα της σκηνοθέτιδας και παραδίδεται ευθύβολα και εγκάρδια στους θεατές – τους ευτυχείς και συγκινημένους παραλήπτες της διακεκομμένης, συγκρατημένης ερωτικής επιστολής ανάμεσα στα δυο παιδιά του δημοτικού που μοιράστηκαν ελάχιστες στιγμές και δεν πρόλαβαν να σιγουρευτούν αν είναι πλασμένοι ο ένας για τον άλλον.

 

Ξεκινά με ένα καταπληκτικό πλάνο σε ένα μπαρ, όπου δυο άνδρες και μια γυναίκα, οι πρωταγωνιστές της ταινίας που δεν μας έχουν ακόμη συστηθεί, πίνουν το ποτό τους, μιλούν περιστασιακά και κοιτάζονται σταυρωτά ή λοξά, και μια παρέα απέναντι, που επίσης δεν γνωρίζουμε, ακούμε αλλά δεν βλέπουμε, συζητούν μεταξύ τους και υποθέτουν τι είναι ο ένας για τον άλλον: αδέλφια, γνωστοί, φίλοι, εραστές; Κι εκεί που νομίζουμε πως θα έχουμε σύντομα απάντηση, η σύγχυση παραμένει για εμάς, σαν να ανήκουμε στο μακρινό τραπέζι που αναρωτιέται τι θα απογίνουν οι τρεις που δεν αγγίζονται και χαμογελούν εκλεπτυσμένα και αμήχανα, στο μεταίχμιο της ευγένειας και του συναισθήματος, σαν να περιμένουν κάτι που δεν έρχεται, ίσως γιατί κανείς δεν κάνει το πρώτο βήμα.

 

Την ανάπτυξη της στιχομυθίας στο συγκεκριμένο μπαρ θα τη δούμε στο πλήρες ξεδίπλωμά της στην τρίτη πράξη της ταινίας, σε μια σεκάνς που είναι instant classic, με τον τρόπο που η Σελίν Σονγκ χειρίζεται τη γλώσσα, το βλέμμα και τη στάση των σωμάτων: η Νόρα έχει πλέον μετακομίσει από την Κορέα στον Καναδά και από εκεί στην Αμερική, έχει παντρευτεί τον Άρθουρ και δέχεται την επίσκεψη του Χάε Σανγκ, του παιδικού της έρωτα με τον οποίο είχε χαθεί για χρόνια. Οι τρεις τους βρίσκονται για πρώτη φορά, και ουσιαστικά οι δυο παλιοί συμμαθητές μοιράζονται τον ίδιο φυσικό χώρο, μετά από την ψηφιακή επικοινωνία ετών, επίσης για πρώτη φορά μετά το μεγάλωμα στην ίδια γειτονιά της Σεούλ, τις μακρινές αναμνήσεις στην ίδια τάξη, στο δρομάκι της επιστροφής, στην παιδική χαρά και στο οικογενειακό αυτοκίνητο όπου έπιασαν ο ένας το χέρι του άλλου.

 

Μια απωθημένη γλυκύτητα μαζί με το αόρατο δέσιμο του ανταγωνιστικού κοριτσιού με το ιπποτικό αγόρι μαζεύει την τεράστια απόσταση στον χωροχρόνο που τους χωρίζει: αν το καλοσκεφτούμε, οι Περασμένες Ζωές, που εξερευνούν την πιθανότητα της μαγικής σύνδεσης δυο ψυχών από το παρελθόν, σύμφωνα με τον κορεατικό θρύλο, μιλούν για δυο ανθρώπους που θα μπορούσαν να μη θυμούνται καν ότι διασταυρώθηκαν –όπως συμβαίνει σε εκατομμύρια συμμαθητές που ζουν μόνο ως τυχαία θραύσματα σφηνωμένα σε μια γωνιά του μυαλού– αλλά που δεν χάθηκαν ποτέ ουσιαστικά, ακόμη κι αν οι ζωές τους τράβηξαν άλλες γραμμές.

 

Η γοητεία της ταινίας της Σονγκ είναι πως δεν μεγαλοπιάνεται, κρατά χαμηλό προφίλ και ελλειπτικούς, σχεδόν μπανάλ διαλόγους, και προκαλεί εύκολα την ταύτιση, αφήνοντας την πρόσβαση ελεύθερη σε κάτι πιο μύχιο και μαγικό, αν και όχι πρακτικά εύκολο και δόκιμο: το ανοιχτό παράθυρο μιας χαμηλόφωνα αιώνιας αγάπης ερήμην των προσδοκιών και της διαδρομής του καθενός. Κι ενώ το κλισέ χολιγουντιανό σινεμά κάνει ολόκληρη φασαρία για τη φωτογενή επιλογή που θα οδηγήσει σε ονειρεμένο γάμο, και η τυπική ρομαντική λογοτεχνία σε ένα τραγικό φιάσκο αντίστοιχα, το έξοχο βάπτισμα της Σονγκ στο σινεμά, μετά τη σκηνοθεσία του τσεχοφικού Γλάρου στη σκηνή κι ένα off Broadway δικό της θεατρικό, το Endings, που ατυχώς συνέπεσε με την καραντίνα, μας προσκαλεί σε μια λεπτεπίλεπτη εμπειρία που μπλέκει 12ετείς κύκλους στις ζωές δυο ανθρώπων με τις εναλλακτικές που εγκατέλειψαν μοιραία στο πέρασμα του χρόνου, τη μαρτυρία ενός ανομολόγητου έρωτα που δεν ενόχλησε κανέναν αλλά υπάρχει κάπου «στα χαρτιά», και τη θέα της φλόγας που κρύβεται πίσω από τα λόγια της overachiever Νόρα και του συνηθισμένου, όπως συχνά αυτοαποκαλείται, φίλου της που έμεινε πίσω και εύλογα ήταν ο πρώτος που θυμήθηκε πως κάτι λείπει, που δεν αναπληρώθηκε ποτέ από τις περιστάσεις.

 

Μια επίδοξη θεατρική συγγραφέας που έχει τη μερική πολυτέλεια του κοσμοπολιτισμού σίγουρα βλέπει αλλιώς τα πράγματα από τον πιο δωρικό άνδρα που για πρώτη φορά ταξιδεύει στο Μανχάταν, και δεν είναι ιδιαίτερα επιτήδειος στα αγγλικά και τα αισθηματικά. Αλλά και οι δυο σκοντάφτουν στο πολύτιμο, εύθραυστο υλικό που γνωρίζουν πως έχουν αναμεταξύ τους – έναν μαγνήτη που αλλάζει πόλους. 

 

Ενώ, ωστόσο, μια ανάλυση προσπαθήσει να το περιγράψει, το επίτευγμα του έργου είναι πως εξηγείται από μόνο του, οργανικά, σαν να καταργεί την κριτική βαρύτητα και να φτιάχτηκε ειδικά για τη θερμοκρασία του σώματός μας.