Μαέστρος στην αποτύπωση της ταραχώδους εφηβείας, ο Ματέο Γκαρόνε του Γκομόρα και του Dogman υιοθετεί τη γλυκύτητα ενός Τορνατόρε, γιατί το Εγώ, Καπετάνιος, που έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο περσινό Φεστιβάλ Βενετίας και απέσπασε πολλά βραβεία, ανάμεσα στα οποία και τον Αργυρό Λέοντα Σκηνοθεσίας, βασίζεται περισσότερο στις ανθρώπινες αξίες και την ελπίδα παρά στη συντριβή και τον κυνισμό στον οποίο μας είχε συνηθίσει μέχρι τώρα ο Ιταλός δημιουργός. Πρωταγωνιστής είναι ο Σεϊντού, ένα καλό παιδί από τη Σενεγάλη, ευχάριστο και ευγενικό. Ορφανός από πατέρα, λατρεύει τόσο τη μητέρα του που όταν της λέει πως σκέπτεται να φύγει στην Ευρώπη, να γίνει μουσικός και να βοηθήσει τις μικρότερες αδελφές του, και τη βλέπει να συγχύζεται, την καθησυχάζει τύπου «πλάκα σου έκανα, μάνα, και υπαναχωρεί, κυριευμένος από αμφιβολίες, δεύτερες σκέψεις – είναι ένας έφηβος που δεν ντρέπεται να ομολογήσει πως φοβάται και αγαπά. Ωστόσο, δεν εγκαταλείπει το σχέδιο της μεγάλης απόδρασης με τον ξάδελφο και κολλητό του, τον Μούσα, και, ξεπερνώντας τους πολλούς δισταγμούς, ξεκινά μαζί του από το Ντακάρ με τελικό προορισμό τη γνώριμη πλέον ευρωπαϊκή ουτοπία μιας καλύτερης ζωής για τόσους απελπισμένους από τη μαύρη ήπειρο, δηλαδή μια ακτή της Μεσογείου, αν βέβαια η τύχη τούς χαμογελάσει. Με κυβερνήτη έναν νέο άνδρα που δεν έχει συνειδητοποιήσει το μέγεθος της δύναμής του, γιατί δεν βρήκε ποτέ την ευκαιρία να δοκιμάσει τα όριά του, το μακρινό ταξίδι μοιάζει με εξωτική οδύσσεια, γυρισμένη βασικά στο Ντακάρ, στα περίχωρα της πρωτεύουσας της Σενεγάλης και στο Μαρόκο – ο Γκαρόνε το μοντάρει σαν αναμενόμενο οδοιπορικό, κόβοντας τις περισσότερες σκηνές απαλά, με πολλά ντιζόλβ και κάποια βολέ, αντί να κάνει απότομα κοψίματα και τραχιά εικόνα. Στη διαδρομή διακόπτει τον ειρμό της αγωνίας με ελαφρώς ποιητικές πινελιές και μόνο προς το φινάλε σφίγγει την ένταση. Πάει καιρός που είχαμε να δούμε μια τόσο αισιόδοξη, σχεδόν λαμπερή τραγωδία, ραμμένη στα γούστα της πάλαι ποτέ τάσης της Ακαδημίας να επιβραβεύει θλιβερές, αλλά ανθρώπινες και «καθαρές» ιστορίες από το μακρινό εξωτερικό της ένδειας και της προσφυγιάς. Απ’ ό,τι φαίνεται, από τη φετινή υποψηφιότητα του Εγώ, Καπετάνιος στην κατηγορία της Διεθνούς Παραγωγής, το γούστο μιας μερίδας ψηφοφόρων των Όσκαρ δεν μετακινήθηκε. Ξεχωρίζει ο πρωταγωνιστής, ο αφοπλιστικός Σεϊντού Σαρ, με το άφθονο, αυθεντικό συναίσθημα.