Η μητέρα, υπέροχη και τερατώδης, αφεντικό των αισθημάτων και μαέστρος των εκβιασμών, παραμένει ο ομφαλός στο σύμπαν του Ντολάν στο Ακριβώς το τέλος του κόσμου, που δεν είμαι σίγουρος αν είναι παιχνιδιάρικο σχόλιο πάνω στη δυσλειτουργία της οικογένειας ή ένας κατακλυσμιαίος φροϋδισμός, απελπιστικά στεγανός κι ερμητικά αναπόφευκτος. Ο γκέι θεατρικός συγγραφέας που επιστρέφει στο πατρικό του μετά από πολύχρονη απουσία, λέγοντας στη μάνα, στη μικρή αγαπημένη αδελφή, στον εκρηκτικό αδελφό και στην όμορφη νύφη του που δεν είχε ποτέ συναντήσει πως είναι πολύ άρρωστος, φέρει μια λύπη απροσδιόριστη και διάχυτη – μόνο που δεν την προσδιορίζει ποτέ πραγματικά (από τι πάσχει και πόση ζωή του απομένει) και δεν τη «διαχέει» δραματουργικά στους υπόλοιπους. Αντίθετα, οι δικοί του άνθρωποι είναι μονίμως στο κόκκινο ή, κατά τον Ντολάν, στα κάγκελα, με φωνές, κατηγόριες, γαλιφιές, κλάματα και βίαια ξεσπάσματα, όλα σε εξαντλητικά κοντινά πλάνα. Οι ηθοποιοί είναι όμορφοι –ο Ιλιέλ κι ο Κασέλ, η Κοτιγιάρ με τη Λεά Σεϊντού– όσο κι αν πασχίζουν να ασχημύνουν σε μια μπεργκμανική περιδίνηση, μια έκλυση ψυχής φωτογενή και επαναλαμβανόμενη.

 

Η θλίψη του Ιλιέλ μένει παθητική και στείρα, σαν να μην αφορά κανέναν άλλο πέρα από τον ίδιο

 

Είναι σίγουρο πως ο Ντολάν έχει αποκτήσει ειδίκευση στις σχέσεις που εξαρτώνται από την ωστική και κεντρομόλο δύναμη της μάνας και στο προηγούμενο και καλύτερό του φιλμ, το Mommy, είχε κάθε λόγο να ανεβάσει τους τόνους, γιατί αφενός η πλοκή και οι χαρακτήρες το ζητούσαν και αφετέρου το προσγείωνε δεξιοτεχνικά. Είναι επίσης δεδομένο, λόγω της σχετικής του πείρας, παρά τα 27 του χρόνια, πως κάποιον λόγο είχε που κόλλησε την κάμερα στα μούτρα των πρωταγωνιστών του. Ήθελε να συλλάβει ακόμη και την παραμικρή ανάσα τους; Να εισχωρήσει στον πόνο, στο ψέμα ή στην αλήθεια τους; Πάντως, τον ποθούμενο συσχετισμό με τον θεατρικό συγγραφέα δεν τον πετυχαίνει. Είναι λάθος να στήνεις μια πολυπρόσωπη συνάθροιση ως ένα έργο που συντάσσεται μέσα στο μυαλό του playwright αλλά ξεδιπλώνεται ως κινηματογράφημα – το κοντινό δεν είναι καθόλου ίδιον της σκηνής και της ματιάς του θεατή ενός θεατρικού έργου. Η θλίψη του Ιλιέλ μένει παθητική και στείρα, σαν να μην αφορά κανέναν άλλο πέρα από τον ίδιο. Κι αυτό θα μπορούσε να αποτελεί τέχνασμα για δράμα: άσε τον δράστη να βάλει μπουρλότο και μετά να απέχει από τις ποικίλες επιπτώσεις και τους σπόρους της διχόνοιας. Και πάλι, όμως, τα σκαμπανεβάσματα είναι τόσο πολλά, στριμωγμένα σαν άσκηση ακραίων συναισθημάτων, που μοιάζουν με υστερικό rollercoaster. Με αυτό τον τρόπο, η επιλογή της ασθένειας ως μυστικού χωρίς κατάληξη που επιδρά καταλυτικά απογυμνώνει τον ίδιο τον σκοπό. Γιατί να επιστρέψει το ευαίσθητο και, όπως όλα δείχνουν, πιο προικισμένο μέλος της οικογένειας στην εστία; Για να νιώσει τη θαλπωρή που τόσο έχει ανάγκη; Ή για να υπενθυμίσει στον εαυτό του, αλλά και στους δικούς του, πόσο δίκιο είχε, να καταδείξει, και μάλιστα με μεγάλη δόση σαδισμού, πόσο άχρηστοι είναι και ότι τελικά έκαναν τα πάντα για να τον απομακρύνουν; Εμείς καλούμαστε όχι να ξεκαθαρίσουμε διά της υπόνοιας αλλά να μαντέψουμε, και να εξαγάγουμε αυθαίρετα συμπεράσματα, αφού οι διαπροσωπικές σχέσεις είναι εκνευριστικά μετέωρες και εν τέλει δραματικά ατελέσφορες.