Μπορεί η δεύτερη μεγαλύτερη επιχείρηση παγκοσμίως να λέγεται McDonald's, αλλά ο αυτουργός της κολοσσιαίας διεύρυνσής της δεν είναι ένα από τα δύο αδέλφια που ξεκίνησαν το χαμπουργκεράδικο, δανείζοντας το επώνυμό τους, αλλά ο Ρέι Κροκ, ένας πλασιέ με κακές οικονομικές επιδόσεις και θολές επαγγελματικές προοπτικές που μαγεύτηκε από την ταχύτητα εξυπηρέτησης, την ποιότητα για ταχυφαγείο, αλλά κυρίως από την καθαρότητα του ονόματος – «croc of shit» είναι μια κοινή έκφραση στην Αμερική, έτσι το δικό του επώνυμο δεν θα μπορούσε ποτέ να μπει στη μαρκίζα. Έπεισε, λοιπόν, τους δύο ορεξάτους, αλλά μετριοπαθείς νοικοκύρηδες πως θα επεκτείνει το ταπεινό τους κατόρθωμα στις δύο άκρες της χώρας και χρησιμοποίησε ένα ξεχασμένο σχέδιό τους, αυτό με τις χρυσές αψίδες, ως πολιορκητικό κριό για να προκαλέσει δέος στους πελάτες, συσχετίζοντας το σήμα με την αμερικανική σημαία και τον χριστιανικό σταυρό, δημιουργώντας έτσι ένα ευδιάκριτο έμβλημα υπεροχής και επιβολής. Η αλήθεια, βέβαια, είναι πιο βρόμικη: ο Κροκ, όπως μπορούμε να πληροφορηθούμε από οποιοδήποτε εγκυκλοπαιδικό λήμμα, χωρίς να μπούμε στον κόπο να δούμε την καλοφτιαγμένη, αλλά δραματικά τυπική ταινία του Τζον Λι Χάνκοκ, εκτόπισε τους πραγματικούς ιδρυτές, αγοράζοντας τη γη των θυγατρικών καταστημάτων, θεμελιώνοντας έτσι μια διαφορετική επιχείρηση με τον ίδιο τίτλο. Τους πέταξε έξω κανονικά και με τον νόμο ή, πιο συγκεκριμένα, με νομικό τερτίπι που αποδείχτηκε σοφή επένδυση και σαφής ένδειξη απληστίας απέναντι σε δύο ανθρώπους που το μόνο που ήθελαν ήταν να περνάνε καλά, να ελέγχουν τη δουλειά τους και να μετράνε τα κέρδη τους στο τέλος της μέρας. Τη διαφορά κάνει ο Μάικλ Κίτον, που με τη διφορούμενη του ερμηνεία αποδίδει τη λεπτή γραμμή που χωρίζει τη ρητορική της κλασικής επωδού του αμερικανικού ονείρου από τη μοχθηρή εφαρμογή της στην πράξη. Η περίφημη γκριμάτσα του τονίζει αυτήν τη γκρίζα ζώνη της υψιπετούς και ορμητικής επιθυμίας για δημιουργία πάνω στην υφαρπαγή της ιδέας ενός άλλου.