Το στερεότυπο του τεμπέλη δημόσιου υπαλλήλου στην Ιταλία δεν απέχει πολύ από το αντίστοιχο στη χώρα μας και αντικατοπτρίζεται στο πορτρέτο του ήρωα της ταινίας. Βολεμένος από ντόπιο βουλευτή, οκνηρός και συντηρητικός μεσήλικας ζει με τους γονείς του και εργάζεται ελάχιστα σε τμήμα της γενέτειράς του (κάπου στον ιταλικό Νότο), όπου οι απαιτήσεις της δουλειάς φτάνουν ως το σφράγισμα και την επικύρωση αιτήσεων για κυνήγι και ψάρεμα. Ο ίδιος απολαμβάνει την (μη) εργασία του, τα δικαιώματα, τις άδειες και, πάνω απ' όλα, την κοινωνική αποδοχή που έχει κερδίσει. Για την τελευταία μάχεται κυρίως όταν μαθαίνει περί ανακατατάξεων στο Δημόσιο και κλείσιμο των μη παραγωγικών φορέων.

 

Από το πρώτο της δευτερόλεπτο η ταινία παίρνει το παραπάνω στερεότυπο και το διαστέλλει ασταμάτητα με σκοπό την επιθετική σάτιρα των στοιχείων της ιταλικής κοινωνίας γενικότερα, σε αντιπαραβολή κυρίως με την οργάνωση του ευρωπαϊκού Βορρά. Οι δημιουργοί της το κάνουν με όρους επιθεώρησης, αφήνουν δηλαδή τη λογική να πάει περίπατο, φτιάχνοντας μια ασταμάτητη, ενίοτε διασκεδαστική, αλλά μάλλον αφόρητη από ένα σημείο κι έπειτα υπερβολή, ειδικά από τη στιγμή που δεν πορεύονται αποκλειστικά με σουρεαλιστικό στυλ αλλά το παντρεύουν με μια σειρά από μαθήματα ζωής που αλλάζουν τον ήρωα, μια ένωση τόσο χονδροειδώς φτιαγμένη, που στέλνει την όλη προσπάθεια στο κενό.