Το αυθεντικό Ghostbusters του 1984 βασίστηκε σε μια ιδέα που δεν προϋπήρχε σε κάποιο κόμικ ή βιβλίο αλλά ήταν προϊόν της σκέψης δύο ανθρώπων (του Χάρολντ Ράμις και του Νταν Ακρόιντ) που τo σχεδίασαν έχοντας στον νου τους πως θα μπορέσει να δουλέψει αποκλειστικά στο σινεμά. Είναι, δηλαδή, παιδί της κινηματογραφικής κουλτούρας και από τη στιγμή που πέτυχε εμπορικά, εκτόξευσε τις καριέρες των πρωταγωνιστών, ενώ παράλληλα αντιμετωπίστηκε με λατρεία από τους νέους της εποχής. Ήρθε και η δεύτερη ταινία, πέντε χρόνια αργότερα, που κεφαλαιοποίησε την αξία της πρώτης, χωρίς να την απομυθοποιήσει, και το brand name Ghostbusters φιγουράρει ως σήμερα σε κάθε αφιέρωμα στην ποπ κουλτούρα των '80s που σέβεται τον εαυτό του.

 

Ο Ράμις, ως τον θάνατό του, το 2014, προσπάθησε πολλές φορές να επανενώσει την παλιοπαρέα, αλλά συνήθως σκόνταφτε πάνω στις αρνήσεις του Μπιλ Μάρεϊ. Στην μετα-Ράμις εποχή, όλες οι ιδέες οδηγούσαν προς τη συνήθη τακτική της εποχής μας, το reboot, και ο Πολ Φέιγκ, ψάχνοντας κάποιο δυνατό πρότζεκτ για την ιέρειά του, Μελίσα Μακάρθι, έριξε τη ριψοκίνδυνη πρόταση του γυναικείου team. Οι ανακοινώσεις αντιμετωπίστηκαν στην πιο ήπια μορφή τους με σκεπτικισμό, ενώ το πρώτο τρέιλερ φανέρωσε τελικά την απέχθεια όσων μεγάλωσαν με τις δύο αυθεντικές ταινίες, καθώς κατέχει πλέον το αρνητικό ρεκόρ του τρέιλερ με τα περισσότερα thumbs down στο YouTube. Kι όλα αυτά γιατί; Η προσαρμοσμένη στην πολιτική ορθότητα των καιρών μας νεοφεμινιστική ανάγνωση πολλών ταινιών ως μνημείων μισογυνισμού έφευγε πλέον από το πεδίο των κριτικών κειμένων και μεταφερόταν στην οθόνη. Το νέο Ghostbusters έμοιαζε ως γυναικεία εκδίκηση σε έναν ακήρυχτο πόλεμο, χωρίς να συντρέχει σημαντικός λόγος, από τη στιγμή που το αυθεντικό φιλμ δεν θεωρούνταν (αρχικά τουλάχιστον) στιγματισμένο σεξιστικά. Τι συμβαίνει, όμως, μέσα σ' αυτό;

 

Το φιλμ του Φέιγκ, όπως και τα περισσότερά του (Φιλενάδες, Spy), είναι στις περισσότερες στιγμές του ξεκάθαρα αστείο, βασισμένο σε δολοφονικές ατάκες, με πηγή έμπνευσης κυρίως την πoπ κουλτούρα, την ωριμότητα της Μακάρθι, που είναι πολύ καλύτερη ως συγκρατημένη κωμικός, και στην αποκάλυψη της τετράδας, την τετραπέρατη Κέιτ ΜακΚίνον, που υποστηρίζει με άνεση έναν χαρακτήρα βγαλμένο μέσα από τα '80s, κάτι σαν αρχηγός που θα σκότωναν για να έχουν οι ήρωες της Εκδίκησης των Νερντς. Αντί, όμως, να αφεθεί στο φρέσκο χιούμορ της, αλλά και στα αναμενόμενα διασκεδαστικά cameos των πρωταγωνιστών της παλιάς ταινίας (λείπει μόνον ο Ράμις, καθώς παραήταν προοδευτική η ιδέα να εμφανιστεί ως φάντασμα), διακατέχεται από ένα μόνιμο άγχος που περνά και στην υπόθεση και μοιάζει να είχε κυριεύσει τους δημιουργούς κατά τα γυρίσματα. Οι ηρωίδες βάζουν σε δεύτερη μοίρα το ότι κυνηγούν φαντάσματα, καθώς το βασικό τους μέλημα είναι να γίνουν κοινωνικά και επιστημονικά αποδεκτές, αφήνοντας συχνά να εννοηθεί πως αυτή η πάλη συμβαίνει μόνο λόγω του γεγονότος πως είναι γυναίκες. Ο Φέιγκ εμπλουτίζει μεν την ιδέα του γυναικείου καστ με περαιτέρω χιούμορ, ειδικά όταν προσλαμβάνουν έναν κούκλο (απολαυστικός ο Κρις Χέμσγουορθ), αλλά εντελώς άχρηστο νεαρό για γραμματέα, όμως η συνεχής κόντρα με το ανδροκρατούμενο σύστημα δεν λειτουργεί ευεργετικά. Αντίθετα, συνεισφέρει στην αβεβαιότητα των εμπλεκομένων για το αν μπορούν να αναβιώσουν κάτι που για μια γενιά θεωρείται πλέον κλασικό και μοιάζει με μια ακατάπαυστη επίκληση προς το κοινό να λάβει υπόψη του πως τα πράγματα άλλαξαν στο Χόλιγουντ. Το κοινό, όμως, συχνά δεν θέλει διδακτισμό αλλά πιο απλά πράγματα από μια εμπορική κωμωδία, που εδώ παρέχονται κατά το ήμισυ.