Το σχέδιο της Μάγκι, η οποία ανέκαθεν κατέστρωνε πλάνα στην μπερδεμένη ζωή της, είναι να μείνει έγκυος με τεχνητή γονιμοποίηση, όχι όμως σε ειδική κλινική ή με την επιτόπια ιατρική υποστήριξη, αλλά μόνη της, στην μπανιέρα του σπιτιού της, με το σπέρμα ενός άνδρα που γνωρίζει, αλλά δεν εκτιμά ιδιαίτερα, και με τίποτα δεν θα ήθελε να συνάψει σοβαρό δεσμό, παρότι εκείνος την αγαπά και προσπαθεί, με τον περιορισμένο συναισθηματικό του τρόπο, να της το δείξει. Ένα τηλεφώνημα αλλάζει τα πάντα και στο τσακ, εκεί που η επεισοδιακή σύλληψη βρισκόταν προ των θυρών, ένας έρωτας γεννιέται και η εγκυμοσύνη, ως άλλο ατύχημα, αποσοβείται για χάρη μιας σχέσης που μοιάζει καρμική και στο μεταξύ καταστρέφει έναν ενδιαφέροντα, αλλά όχι ευτυχισμένο γάμο – μεταξύ ενός απογοητευμένου καθηγητή Ανθρωπολογίας (Ίθαν Χοκ) και μιας σαρωτικής Δανής ακαδημαϊκού (Τζουλιάν Μουρ). Η Μάγκι, που εργάζεται στο πανεπιστήμιο και δεν έχει ολοκληρώσει σχεδόν τίποτα μέχρι στιγμής, αισθάνεται πως βρίσκει τον προορισμό που έψαχνε άτσαλα, όπως οι κοπέλες που από ένα σημείο κι έπειτα χάνουν τη χάρη τους κι ενδίδουν στην απελπισία. Η Γκρέτα Γκέργουιγκ γνωρίζει τη συγκεκριμένη απαίτηση, έχοντας δοκιμαστεί με επιτυχία στους ρόλους που της πρόσφερε ο Νόα Μπάουμπακ. Στη θέση της κυμαινόμενης νεύρωσης της Νταϊάν Κίτον, η Γκέργουιγκ προτείνει μια γουντιαλενική παραλλαγή, ηπιότερη σε έκφραση, αλλά εξίσου σκοτεινή μέσα στην αμυντική της δράση – διότι η Μάγκι της Μίλλερ παίζει με τον χρόνο και τις πιθανότητες, ενώ αγνοεί τις συντεταγμένες. Η Ρεμπέκα Μίλλερ θέλει να κάνει κωμωδία περισσότερο από τον Μπάουμπακ και η πρωταγωνίστρια λειτουργεί ιδανικά, γιατί η Αμερικανίδα σκηνοθέτις, σε μια βελτιωμένη δεύτερη απόπειρα (μετά το Ballad of Jack and Rose), στήνει το τρίο με δυναμική και ανατροπή, μετακινώντας νόστιμα τους χαρακτήρες σε ένα συμπαντικό γαϊτανάκι, σαν να ήταν τα πιόνια ενός άλλου, πιο τυχάρπαστου και χαιρέκακου σχεδίου. Την ίδια στιγμή που το παιχνίδι της Μάγκι διεξάγεται με το τσακ της τελευταίας στιγμής, το παν στο είδος της κομεντί που εκτιμώ ιδιαίτερα και απαντώ σπάνια, της screwball, είναι το περίφημο timing και η Μίλερ συγχρονίζεται τέλεια, και καθώς δεν μας είναι γνωστά τα τερτίπια της, μας ξαφνιάζει με τις αλλαγές ταχυτήτων που επιχειρεί. Η Τζουλιάν Μουρ φοράει θυμό και τον βγάζει σε υπεροπτική ένταση. Επειδή όμως δεν είναι ακριβώς η ευνουχιστική bitch που θέλουν οι υπόλοιποι (την κουτσομπολεύουν, τη φοβούνται, κυρίως οι γυναίκες που δεν έχουν τα διπλώματα και τη θέση της), εξελίσσεται σε ένα υπερήφανο κουβάρι από επιθυμίες, «όλο id και άπειρα θέλω», όπως μου είχε πει η ίδια η ηθοποιός στο Βερολίνο. Εκτός από κλάμα και δράμα, η Μουρ είναι εξαιρετική στην υπερβολή και ξεχύνεται στον ρόλο με γερμανικό τσαγανό, ακριβώς στην αντίπερα όχθη της σκυμμένης Γκέργουιγκ. Με τον Χοκ σωστό στον δικό του κυκεώνα της ανασφάλειας, οι δύο γυναίκες αναφέρονται στο Όνειρο Θερινής Νυκτός του Σαίξπηρ, καθώς η Έλενα/Γκρέτα υπονομεύει τη Χέρνια/Τζουλιάν, και το αντίθετο, για έναν άνδρα. Το παν στο φιλμ, που δεν κάνει το λάθος της πρόσφατης ταινίας του μεγάλου Πίτερ Μπογκντάνοβιτς, να αυτό-αναλώνεται αιμομικτικά, είναι η έλλειψη σιγουριάς, του σχεδίου, της κατεύθυνσης, της δέσμευσης, οδηγεί σε ελαττωματικούς που διαπράττουν ανοησίες και αυτό είναι το τέλειο υλικό για ένα σοβαρό, αν και συγκαλυμμένο, screwball.