Οι γονείς που υποφέρουν από την έλλειψη χρόνου, τον συνδυασμό γονεϊκότητας, καριέρας και καθημερινών υποχρεώσεων αλλά και την επιβολή στη συμπεριφορά τους μιας υποκριτικής στάσης που συνιστά την πολιτική ορθότητα γίνονται τα τελευταία χρόνια ένα αναγνωρίσιμο μοντέλο χαρακτήρα στις χολιγουντιανές κωμωδίες. Εδώ, προς τέρψη αυστηρά οριοθετημένου target group θεατών, το μοντέλο περιορίζεται αποκλειστικά στις μητέρες, με μια δόση υπερβολής που δεν φαίνεται κυρίως στα βάσανα της ημέρας τους αλλά στην παρουσίαση των συζύγων τους, που, εκτός από έναν χήρο που παίζει τον ρόλο και των δύο γονιών στο παιδί του, παρουσιάζονται ως τεμπέληδες εκμεταλλευτές. Δεν είναι μόνο αυτό το στερεότυπο που χρησιμοποιεί η ταινία, το κάνει κατά κόρον και με άλλα, προσπαθώντας να κολυμπήσει σε όσο πιο ασφαλή νερά γίνεται. Η φυσικότητα της Μίλα Κούνις στη στροφή της ηρωίδας που γίνεται κακή μητέρα (δηλαδή όχι τέλεια) βοηθά το φιλμ να πατά σε γερά θεμέλια, δεν παίρνει όμως κανένα αφηγηματικό ρίσκο, ενώ το φινάλε-ύμνος στη μητρότητα, με τις πρωταγωνίστριες να συζητούν μαζί με τις αληθινές μητέρες τους, θυμίζει λίγο τις πρόσφατες μονοθεματικές δουλειές του πρόσφατα αποθανόντα Γκάρι Μάρσαλ.