Ο Λουκ (Ράιαν Γκόσλινγκ) είναι ένας μοτοσικλετιστής κασκαντέρ που περιοδεύει με έναν θίασο από πόλη σε πόλη, κάνοντας τον λεγόμενο «γύρο του θανάτου». Στο πέρασμα του από το Σενέκταντι, στα βόρεια της πολιτείας της Νέας Υόρκης, θα θελήσει να ξαναβρεί μια χαμένη του αγάπη, τη Ρομίνα (Εύα Μέντες). Εκεί θα ανακαλύψει ότι, όσο έλειπε, απέκτησε έναν γιο, τον Τζέισον.

 

Αποφασίζει να εγκαταλείψει τη ζωή στους δρόμους και να βρει μια νέα δουλειά για να συντηρήσει την οικογένεια που μόλις ανακάλυψε ότι έχει. Ο νέος του εργοδότης (Μπεν Μέντελσον) βλέπει φιλοδοξία και ταλέντο στον νέο του υπάλληλο και τον εμπλέκει σε μία σειρά τραπεζικών ληστειών, κάτι που θα τον τοποθετήσει υπό τη στενή επίβλεψη ενός φιλόδοξου αστυνομικού, του Έιβερι Κρος (Μπράντλεϊ Κούπερ). Ο Έιβερι εργάζεται σε ένα πλήρως διεφθαρμένο αστυνομικό τμήμα, δεχόμενος εντολές από το Ντε Λούκα (Ρέι Λιότα).

 

Παλεύει κι εκείνος με τη σειρά του να βρει ισορροπίες μεταξύ της επαγγελματικής και προσωπικής του ζωής και να στηρίξει τη σύζυγό του και το μικρό τους παιδί. Η αντιπαράθεση των δύο αντρών θα αντηχήσει και στις επόμενες γενιές. Οι γιοι τους θα βρεθούν αντιμέτωποι με τη μοιραία κοινή κληρονομιά τους.

 

Καλύτερη από το υπερεκτιμημένο Blue Valentine, η νέα ταινία του Ντέρεκ Σιανφράνς φέρνει στον νου το σινεμά του Τζέιμς Γκρέι: δράμα με στοιχεία «αστυνομικού», με χαρακτήρες που ανήκουν στην εργατική τάξη, που πάσχουν και έχουν τον (κινηματογραφικό) χρόνο να στοχαστούν, να ζυγιάσουν τις πράξεις και τις συνέπειες των επιλογών τους, όχι με την τονισμένη τραγικότητα που επιθυμεί ο Γκρέι, κυρίως στο Yards και το We own the night, αλλά με ένα twist τραγικής ειρωνείας που παραπέμπει σε συγκρατημένο αρχαιοελληνικό όλεθρο.

 

Χωρίζοντας ευκρινώς την ταινία σε τρεις μεγάλες πράξεις, που αν είχαν μεσότιτλους θα ονομάζονταν «Ανομία», «Διαφθορά» και «Κάθαρση», ο Σιανφράνς επεκτείνεται στους περιφερειακούς χαρακτήρες, ως αποδέκτες των διαπλεκόμενων καταστάσεων, και στο φινάλε εξετάζει τη μετατόπιση των ευθυνών στους φυσικούς κληρονόμους, με μια ψυχολογική αυθαιρεσία που δεν τον δικαιώνει απόλυτα.

 

Διαθέτει αυτοπεποίθηση και αφηγηματική φιλοδοξία, αλλά αποφεύγει την κλιμάκωση, αφήνοντας το φιλμ να κυλάει με επεισόδια και ενδιάμεσα, έμμεσα σχόλια στις διαφορετικές εκδοχές του ανδρισμού και της προσωπικής φιλοδοξίας. Επειδή ακριβώς λείπουν η ένταση και οι κορυφώσεις, οι ερμηνείες βαραίνουν στο αποτέλεσμα - και δεν είναι πάντα εύστοχες.

 

Ο Ράιαν Γκόσλινγκ υπολογίζει τις λεπτομέρειες και την πόζα, αλλά πέφτει στο κενό, παίζοντας, όπως και στο Drive, έναν μυστηριώδη μοναχικό χωρίς παρελθόν που αναπληρώνει τη λακωνικότητά του με την ταχύτητα (εδώ με τη μηχανή αντί για το αυτοκίνητο) ως μέσο έκφρασης, αλλά και δυνατότητα υπεκφυγής.

 

Αντίθετα, ο Μπράντλεϊ Κούπερ ελίσσεται και εξελίσσεται, μετατρέποντας το καλό παιδί του αστυνομικού τμήματος και του αξιοσέβαστου πατέρα του σε έναν άνδρα πολύπλοκο και πονηρό. Ξεχωρίζει επίσης ο Ντέιν ντε Χάαν που είχαμε γνωρίσει στο τηλεοπτικό «In Treatment» στον ρόλο του υποψιασμένου, θλιμμένου γιου, Τζέισον.