Μια απορία-μομφή της κριτικής προς την ταινία τη Βαλέρια Μπρούνι-Τεντέσκι, που προβλήθηκε στις Κάννες του 2022, αλλά κυκλοφορεί στις ελληνικές αίθουσες δυο χρόνια μετά, είναι ποιον αφορά. Η προφανής απάντηση είναι τους φαν της σκηνοθέτιδας, φοιτητές δραματικών σχολών, ανθρώπους του θεάτρου αλλά και επαγγελματίες ηθοποιούς που πέρασαν κάποτε από αυτό το στάδιο. Ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι μια ταινία είναι ειδικού κοινού, ποιο το κακό, ειδικά όταν αυτό το κοινό είναι τόσο ευρύ αριθμητικά;

 

Στο φιλμ η Μπρούνι-Τεντέσκι επιστρέφει στα φοιτητικά της χρόνια, όταν σπούδαζε στην περιβόητη σχολή Amandiers με καλλιτεχνικό διευθυντή τον Πατρίς Σερό. Η εν λόγω σχολή είναι κάτι σαν το γαλλικό Actors Studio, ας πούμε, ή σαν το δικό μας Θέατρο Τέχνης. Οι σπουδαστές της ήταν επιλεγμένοι ένας προς έναν, γινόσουν δύσκολα δεκτός και όταν αποφοιτούσες, φορούσες τη φοίτησή σου εκεί σαν παράσημο. Καθώς οι χαρακτήρες είναι ηθοποιοί, και νέοι, υπάρχει μια υπερβάλλουσα δραματικότητα. Άλλωστε η νεότητα είναι συνυφασμένη με τη δραματοποίηση, με την αναγωγή του προβληματισμού σε πρόβλημα. Ως νέοι, αυτοί εδώ οι ηθοποιοί ερωτεύονται, πληγώνονται, προβληματίζονται για τις σπουδές τους δραματικά, μέχρι που το αληθινό δράμα θα χτυπήσει την πόρτα τους και θα λειτουργήσει ως σύνδεσμος με μια (σκληρή) πραγματικότητα έξω από τον μικρόκοσμό τους.

 

H Νάντια Τερέζκιεβιτς, που θαυμάσαμε ως κομεντιέν στο Mon Crime του Φρανσουά Οζόν, δεν διαθέτει (ακόμα) το πρωταγωνιστικό εκτόπισμα για να μπει στη θέση της Μπρούνι-Τεντέσκι, υποδυόμενη το avatar της, αλλά η άγουρη φύση της ερμηνείας της συνάδει με έναν χαρακτήρα που ακόμα ψάχνει να βρει τα πατήματά του. Η εκλεκτή tracklist και η γνώση της εποχής που αναπαρίσταται από τη δημιουργό διασφαλίζουν την αυθεντικότητα του εγχειρήματος και μαζί της την προσοχή μας, έστω κι αν η καθολικότητα του ενδιαφέροντος για το δράμα του προεξοφλείται, δίχως να είναι αυτονόητη.

 

Είπαμε, το κοινό της ταινίας είναι πρωτίστως αυτό που αναφέραμε στην αρχή. Όμως, δεν πηγαίνουμε σινεμά μόνο για να δούμε πράγματα που μας αφορούν άμεσα και προσωπικά. Πηγαίνουμε για να γνωρίσουμε άλλες κοινότητες και κλάδους, για να μπούμε στη θέση ανθρώπων και καταστάσεων πέρα από τη δική μας, για να μάθουμε περισσότερα για τον κόσμο γύρω μας και όσα τον απαρτίζουν. Συνεπώς, η ταινία της Τεντέσκι κάνει και για εμάς που δεν ανήκουμε στο εν λόγω υποσύνολο του κοινού.