Δύο πιθανές κατευθύνσεις είχε το Justice League: ή να ακολουθήσει τη σκοτεινιά του Batman vs Superman και κυρίως του Suicide Squad ή να ελαφρύνει, περιορίζοντας το ρίσκο. Η (εμπορική) λογική και οι περιστάσεις επέβαλαν το δεύτερο: όταν, λίγο πριν από την αυτοκτονία της κόρης του σκηνοθέτη της ταινίας Ζακ Σνάιντερ, είχε προσληφθεί ο Τζος Γουέντον, δημιουργός των δύο πρώτων Εκδικητών, για λογαριασμό του αντίπαλου στρατοπέδου, προκειμένου να ξαναγράψει μερικές σκηνές, το πρώτο βήμα προς το σύμπαν της Marvel, τουλάχιστον τονικά, είχε γίνει με αποφασιστικότητα.

 

Ο Γουέντον ανέλαβε reshoots και μόνταρε σημαντικά το Justice League, σε βαθμό που να βλέπεις ταινία του Σνάιντερ στις συγκρούσεις και, όταν παύει η κλαγγή, να ακούς διαλόγους από τους Εκδικητές. Αυτό το υβρίδιο μπορεί να αποδειχτεί κερδοφόρο μακροπρόθεσμα, αλλά μπερδεύει τα νήματα δύο κόμικ κόσμων που είναι φτιαγμένοι από κάπως διαφορετικά υφάσματα, ή, τουλάχιστον, έτσι θέλουν να πρεσβεύουν. Ωστόσο, στο κάτω-κάτω της φανταστικής γραφής, για υπερήρωες μιλάμε, αυτούς τους θεανθρώπους που υποκαθιστούν την Εκκλησία και παλεύουν με τους διαβόλους και, στην προκείμενη περίπτωση, με τον Steppenwolf, ο οποίος ήρθε να κλέψει τρία μαγικά κουτιά για να (χασμουρητό) στείλει την ανθρωπότητα στον Μεσαίωνα.

 

Ο κερασφόρος ψηφιακός κακός είναι αξιολησμόνητος, ο Σούπερμαν ξενέρωτος, ο Μπάτμαν λίγο μεθυσμένος, η Wonder Woman αξιοπρεπής, ο Aquaman του Τζέισον Μόμοα χορταστικά τσαντισμένος και ο Flash του Έζρα Μίλερ γρήγορος και αστείος, όταν δεν το παρακάνει. Δηλαδή, οι πρωταγωνιστές δίνουν χώρο στους καινούργιους και ο Γουέντον, απ' ό,τι φαίνεται (διότι ο Σνάϊντερ ποτέ δεν είχε κλίση στον λόγο), φρόντισε τη ροή και τη δραματική λογική ενός πολυπρόσωπου έργου. Παρά τα κωλύματα στην ανάπτυξη κάποιων προσώπων, όπως ο Cyborg, ή η αμήχανη εμφάνιση άλλων, όπως η Λόις Λέιν, η αφήγηση λειτουργεί, όπως και το χιούμορ. Το dark πνεύμα πλήρωσε τη νύφη.