Μετά το ντεμπούτο του στο Panic, ο Ατίλα Τιλ γράφει και σκηνοθετεί μια φιλόδοξη δραματική κομεντί μικρής κλίμακας, με γούστο και ανατροπές, τα Δολοφονικά Αμαξίδια, που τιμήθηκαν με Χρυσό Αλέξανδρο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και βραβεύτηκαν στα φεστιβάλ του Σικάγο και του Καΐρου. Είναι η ιστορία δύο νέων ανδρών που έχουν γίνει φίλοι στο κέντρο αποκατάστασης όπου νοσηλεύονται και σχεδιάζουν ένα κόμικ με ήρωα έναν παραπληγικό πυροσβέστη που τραυματίστηκε κι έμεινε παράλυτος. Ο 20χρονος όμορφος και πάντα μελαγχολικός Ζόλι έχει κι αυτός πρόβλημα εκ γενετής με τα πόδια του και κινείται σε αμαξίδιο, ενώ ο Μπάρμπα πάσχει από ήπιας μορφής εγκεφαλική παράλυση και έχει τη συνήθεια να ψεκάζει με αποσμητικό τα ρούχα του, όποτε καταλαμβάνεται από άγχος και νευρικότητα – μπορεί όμως να οδηγεί αυτοκίνητο. Η ικανότητά του αυτή αποδεικνύεται πρακτικότατη, όταν η τέχνη συναντά τη ζωή και οι δύο φίλοι γνωρίζονται με τον Ρουπάσοφ, μια παραλλαγή του πρωταγωνιστή του κόμικ, που στην περίπτωση αυτή είναι ένα εκτελεστής σε καροτσάκι, λιγδωμένος, τραχύς και ριψοκίνδυνος, ένας αρνητικός άνδρας που παλεύει για να αποδεχτεί την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει και φλερτάρει στα ίσα με τον θάνατο, ως το μοναδικό αντίδοτο για να σταθεί στα πόδια του. Η συμπεριφορά του απέναντι στον Μπάρμπα και κυρίως στον Ζόλι, ο οποίος τον βλέπει ως ακραία πατρική φιγούρα (ο πραγματικός του πατέρας τον εγκατέλειψε όταν ήταν μικρός, επιδεινώνοντας τη σχέση του με τη μητέρα του), είναι συνεχώς εριστική, αλλά ο Ζόλι τον ακολουθεί στο μπλέξιμό του με έναν Βαλκάνιο μαφιόζο. Τα νέα παιδιά κρατάνε τσίλιες σε φονικές παραγγελιές. Άλλωστε, ποιος θα υποψιαστεί ανάπηρους ανθρώπους, αν βέβαια εκτελέσουν σωστά το σχέδιο και διαφύγουν σαν κύριοι;

 

Τα Δολοφονικά Αμαξίδια μπορούν να συνεπάρουν τους θεατές χωρίς να τους εκβιάσουν με οίκτο και εύκολες ιδέες.

 

Ο χαρακτήρας του Ρουπάσοφ (ο Σάβολτς Τούροτσι που είχαμε δει στο εξαιρετικό White God) ξεφυτρώνει οργανικά από το ταλαντούχο χέρι του Ζόλι και η ουσιαστική ενηλικίωσή του δεν περιορίζεται στην ελπίδα μιας ακριβής ιατρικής επέμβασης που θα διορθώσει το πρόβλημά του αλλά στη δράση, στη σωματική εμπλοκή, στη συμμετοχή του σε κάτι που αψηφά την προδιαγεγραμμένη αδυναμία του. Ο Τιλ ορθώς δεν γλιστράει στην κωμωδία. Διατηρεί έναν δραματικό τόνο και εμπιστεύεται το δυνατό του σενάριο, αλλά και τους δύο ερασιτέχνες ηθοποιούς, που στ' αλήθεια πάσχουν από κινητικό και νευρολογικό πρόβλημα αντίστοιχα. Ο Ζόλταν Φένιβεσι και ο Άνταμ Φέκετε εγγυώνται τη σπάνια αυθεντικότητα που δεν είχαν οι Άθικτοι, μια καλοφτιαγμένη, αλλά μελό κομεντί, που χειραγωγούσε τα συναισθήματα με μια έντεχνη (όχι δόλια, αλλά λίγο πονηρή) εκμετάλλευση του καθηλωμένου Φρανσουά Κλιζέ. Το ενδιαφέρον κοντράστ της ταινίας του Τιλ έγκειται στο σχεδόν ταραντινικό σύμπαν που σχεδιάζουν οι πρωταγωνιστές και στις ρεαλιστικές παραμέτρους της κατάστασής τους. Με τις αδυναμίες τους ο Τιλ κάνει χιούμορ, μιλώντας όμως με την κάμερα και τους ρυθμούς, όπως, για παράδειγμα, όταν ο Ρουπάσοφ θέλει να ξεφύγει και αναγκάζεται να τσουλήσει το αμαξίδιο σε ανηφόρα, βρίσκει κλειδωμένη τη θύρα εξόδου, ακούει τις σειρήνες της αστυνομίας και οι συνεργοί καλούνται να τον βοηθήσουν, βρίσκοντας λύση σε χρονικό διάστημα που δεν συνάδει με τις αστραπιαίες, κινηματογραφικές αποδράσεις που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε. Τα Δολοφονικά Αμαξίδια μπορούν να συνεπάρουν τους θεατές χωρίς να τους εκβιάσουν με οίκτο και εύκολες ιδέες. Η ελαφρώς γκανγκστερική πλοκή καταλήγει σε ένα ευπρόσδεκτο, αλλά απρόσμενο φινάλε, που δεν αποσυνδέεται από την πρόθεση της ιστορίας, αν και δεν κολλάει ακριβώς στη συνολική πρόθεση της ταινίας. Χάριν του κόμικ και της υπέρβασης που υπονοεί, ωστόσο, ισχύει.