Όταν παρέλαβε τη Χρυσή Σφαίρα για τον Γιο του Σαούλ, ο σκηνοθέτης Λάσλο Νέμες έκανε μια εξαιρετική επισήμανση: «Με τον καιρό, το Ολοκαύτωμα έχει εξελιχθεί σε μια αφηρημένη έννοια. Εμείς προσπαθήσαμε να του δώσουμε πρόσωπο». Με τον Λαβύρινθο της Σιωπής, ο Τζούλιο Ριτσιαρέλι επιχείρησε να του δώσει πλοκή στο πλαίσιο της μακράς κινηματογραφικής απενοχοποίησης των Γερμανών για τα ιστορικά αμαρτήματα/ολισθήματα του παρελθόντος, ενός θεσμού που ξεκίνησε με τις Ζωές των Άλλων και το Goodbye Lenin, και δεν δίστασε να πραγματευθεί τον Χίτλερ και την Μπάαντερ Μάινχοφ. Στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο ο Ριτσιαρέλι βασίζεται, και επιμένει, στο πραγματικό γεγονός της άγνοιας των Γερμανών για την ύπαρξη στρατοπέδων συγκέντρωσης, ακόμη και στα τέλη της δεκαετίας του '50. Ο νεαρός δικηγόρος που πρωταγωνιστεί, σπαστικός με το γράμμα του νόμου, ακόμη και σε ελαφρά παραπτώματα, αλλά αρκούντως φιλόδοξος ώστε να αποδεχθεί με ενθουσιασμό την πρόκληση της αποκάλυψης μιας εγκληματικής... συγκάλυψης (casual, στο στυλ του μη ρωτάς, μην πεις), αποτελεί το κλασικό παράδειγμα των παιδιών που μεγάλωσαν στον πόλεμο και, τη δεκαετία του '50, η ταπεινωτική ήττα της Γερμανίας, με τον γεωπολιτικό διαχωρισμό της, τις οικονομικές συνέπειες και την ψυχροπολεμική επιτήρηση ήταν αρκετή τιμωρία για ένα υπερήφανο έθνος.Τα αίσχη προς τον εβραϊκό πληθυσμό, είτε δεν τα γνώριζαν είτε τα είχαν ακούσει και τα έθαψαν κάτω από ένα νομικίστικο, αλλά ισχυρό παραθυράκι της πράξης πολέμου. Μετά το αρχικό σοκ, ο δικηγόρος μάζεψε τις πληροφορίες που εντόπιζαν και ενοχοποιούσαν τους Γερμανούς δράστες, καταρρίπτοντας το σαθρό επιχείρημα της διεκπεραίωσης εντολών – δεν είναι εντολή να σκηνοθετήσεις την απόδραση ενός άοπλου για να τον πυροβολήσεις δήθεν από καθήκον, αλλά εν ψυχρώ, και να τον δολοφονήσεις με ψευδείς δικαιολογίες. Πείθοντας τρομαγμένους, ή ακόμη και απογοητευμένους μάρτυρες, αναπτερώνοντας το χαμένο ηθικό τους, ξεκίνησε τις διαδικασίες της κατάρριψης του μύθου της συλλογικής απάθειας, της χειρότερης του είδους, δηλαδή εκείνης που αγκιστρώνεται στη μετάθεση ευθυνών και καθαγιάζει τη βδελυγμία στο όνομα, και τη γενίκευση, του πολέμου. Ο Λαβύρινθος της Σιωπής δεν φείδεται σεναρίου, γιατί, όπως εννοεί ο πρωτότυπος τίτλος, χτίζεται με τα ψέματα των άλλων, με έναν τρόπο που θυμίζει τις αξεπέραστες Ζωές των Άλλων, χωρίς ωστόσο τις συναισθηματικές επικαλύψεις και τη λεπτεπίλεπτη σκηνοθεσία. Ακόμη και από τους πολέμιούς της (αξίζει να ανατρέξετε στην πολύ ενδιαφέρουσα ανάλυση του Σλαβόι Ζίζεκ ή στη δογματικά αμίμητη, προειδοποιητικά στρατευμένη κριτική του «Ριζοσπάστη», που έμμεσα βγάζει τους υπόλοιπους κριτικούς στη σέντρα περίπου ως άπειρους, ανήθικους χαζοσυντηρητικούς, που δεν έλαβαν υπ' όψιν τους πόσο επικίνδυνα πρακτορέματα και δόλιες ρουφιανιές έκανε η Δυτική Γερμανία), η ταινία του Ντόνεσμαρκ γοητεύει και κρατάει τον θεατή με σκηνές που δεν καταφεύγουν απαραίτητα στον πολύ λόγο ή στα γεμίσματα στην πλοκή. Όχι ακριβώς αντίθετα, αλλά με λιγότερο χαρισματικό ύφος και πιο τετράγωνη προσέγγιση, ο Λαβύρινθος της Σιωπής αντιπαραθέτει το προσωπικό δίλημμα και τον έρωτα με το ειδεχθές έγκλημα που ξεσκεπάστηκε με τρομερά εμπόδια και ανεπίτρεπτη καθυστέρηση.