Ο Χιλιανός σκηνοθέτης Πάμπλο Λαραΐν όχι μόνο ξύνει πληγές που αφορούν την αποσιώπηση των εγκλημάτων των καθολικών ιερέων αλλά επιτίθεται στη μέθοδο του νέου Πάπα να διορθώσει εσωτερικά τα ποινικά κολάσιμα τραύματα, με μια εκμοντερνισμένη, πονηρή και διαβλητή συντήρηση των χρόνιων προβλημάτων, για χάρη της τάξης και της ισορροπίας του πληγωμένου εκκλησιαστικού συστήματος. Το El Club εξετάζει την περίπτωση ενός απομακρυσμένου σπιτιού, σε έναν όμορφο αλλά ερημωμένο παραλιακό τόπο, όπου τιμωρημένοι ιερείς διαφορετικής ιδιοσυγκρασίας, μαζί με μια έκπτωτη καλόγρια, με θριλερικό χαμόγελο και απειλητικά μονότονη φωνή, ζουν σε μια κατάσταση μετέωρης συντήρησης, σαν αποστειρωμένο λίμπο, ώσπου ένας νευρικός, άρτι αφιχθείς συνάδελφός τους δίνει απότομα τέλος στη ζωή του μετά τις έντονες καταγγελίες ενός περαστικού που τον ακολούθησε και άρχισε να του απαγγέλει, ουρλιάζοντας, κατηγορίες που θα έκαναν και τον πιο στωικό εξομολόγο να ανατριχιάσει. Για να αποφευχθεί το σκάνδαλο, καταφθάνει ένας ψυχολόγος/ιερωμένος νέας κοπής, από αυτούς που οδηγούν ακριβό SUV, ταξιδεύουν πρώτη θέση και φοράνε ακριβές κολόνιες που αγοράζουν από τα αεροδρόμια, για να λύσει το μυστήριο και να αποκαταστήσει την αλήθεια, έχοντας περιορισμένο χρόνο στη διάθεσή του, παρά τη φαινομενική υπομονή του. Ο δρόμος είναι μακρύς και περίπλοκος, και σίγουρα όχι τόσο καθαγιασμένος όσο αρμόζει στην περίπτωση ανθρώπων που έχουν αφιερώσει τη ζωή τους στη θρησκεία και τον Θεό. Ο Λαραΐν ενδιαφέρεται για την απόσταση που χωρίζει τους παλιούς από τον νέο, την τραγική φαυλότητα που τους διέπει και την υποκρισία που υπαγορεύει τη ρωγμή ανάμεσα στα λόγια και τις πράξεις τους. Επιλέγει διαφορετικά μουσικά θέματα και μια σειρά από αργές κινήσεις της κάμερας, σαν να βρίσκεται σε έναν απογυμνωμένο ναό, εγκαταλείποντας την κοφτή, νευρώδη αφήγηση του No. Το θέμα του είναι πολύ δυνατό, το σενάριό του, όπως πάντα, ενδελεχές και ψαγμένο, αν και η όψη της ταινίας, σκηνοθετικά και φωτογραφικά, κάπως ασταθής. Το El Club δεν είναι ακριβώς ένα καθαρόαιμο φιλμ καταγγελίας αλλά προσκαλεί σε έναν διάλογο ανάμεσα στο ενίοτε αφαιρετικό στυλ του σκηνοθέτη και το σαφές κοινωνικό θέμα που επιλέγει να θίξει.