Ραψωδός των στενοχωρημένων διανοούμενων της Νέας Υόρκης, ο Νόα Μπάουμπακ υπογράφει μια ταινία ακόμη πιο προσωπική από το αυτοβιογραφικό του ντεμπούτο The squid and the whale: το Όσο είμαστε νέοι μιλάει για τη σχετικότητα και την ουτοπία της αλήθειας που επιδιώκει ο κινηματογραφιστής, με θέμα την εγγενή του φιλοδοξία, την παγίδα της ματαιοδοξίας και τον ανταγωνισμό του με τη νεότερη γενιά, καθώς και τη συνεχή του πάλη με τους ίδιους τους περιορισμούς του.


Ο Τζος Σρέμπνικ είναι σκηνοθέτης ντοκιμαντέρ με υπόσχεση και ταλέντο στις αρχές της καριέρας του. Εδώ και 10 χρόνια έχει κολλήσει σε ένα φιλόδοξο, πολύπλοκο έργο που μηρυκάζει τις αλληλένδετες μορφές εξουσίες στην Αμερική. Η σύζυγός του Κορνήλια είναι κόρη ενός διάσημου ντοκιμαντερίστα, με τον οποίο ο Τζος διατηρεί εξόχως ανταγωνιστική σχέση απόστασης. Ο Τζος και η Κορνήλια γνωρίζονται με ένα νέο παντρεμένο ζευγάρι, τον Τζέιμι και την Ντάρμπι. Ο Τζέιμι τον θαυμάζει και θέλει να γίνει κι εκείνος σκηνοθέτης ταινιών τεκμηρίωσης. Οι ανομολόγητα φιλόδοξοι αλλά εκπαιδευμένοι στην ταπεινότητα σαραντάρηδες εμπνέονται από την μποέμικη, αυτοσχεδιαστική ζωή των εικοσάρηδων καινούργιων κολλητών τους και αποκτούν όρεξη για ζωή και δουλειά. Η μεταδοτική ενέργεια της φαινομενικά παλιομοδίτικης, ευπρόσδεκτα αναλογικής διαβίωσης και τρόπου σκέψης και δράσης (με βινύλια, ποδήλατα και μια εναλλακτική, καλλιτεχνίζουσα και hip ματιά στην ανακύκλωση της κουλτούρας) που τους αντιπροτείνουν οι Τζέιμι και Ντάρμπι κάποια στιγμή θα φανερωθεί: η αλλαγή σκυτάλης που δίδασκε ο Τζος, με την αντικατάσταση της αντικειμενικότητας στο ντοκιμαντέρ με την προσωπική ματιά, αποκτά άσχημο πρόσωπο όταν ο μήνας του μέλιτος παρέλθει. Ο Τζέιμι βάζει μπρος ένα πρότζεκτ που αντίκειται στις αρχές του Τζος, αλλά οι καιροί τον έχουν προλάβει. Για να βάλεις τη δική σου προσωπικότητα στο πορτρέτο ενός τρίτου θα πρέπει να θυσιάσεις την ορθόδοξη προσέγγιση και τις ενοχλητικές παρωπίδες. Για τον Τζέιμι και τη γενιά της ασταμάτητης καταγραφής των γεγονότων με όλων των ειδών τις εικονοληπτικές συσκευές τέτοιο πρόβλημα δεν υφίσταται καν.


Στο επίκεντρο της ιστορίας ανακύπτει συνεχώς η απουσία του παιδιού στη ζωή (και την ατζέντα) του Τζος και της Κορνήλια. Δεν έχουν, αν και προσπάθησαν, έχοντας πλέον εκλογικεύσει τη στέρηση με την ψευδαίσθηση της ελευθερίας που τους χαρίζει η απουσία γονεϊκής δέσμευσης. Η ex machina παρουσία του νέου ζευγαριού αποτελεί ένα ενδιάμεσο και συγχυτικό υποκατάστατο. Όσο οι παλιότεροι καρπώνονται τη ζωοφόρο φρεσκάδα τους, τόσο οι νεότεροι δυνητικά εκμεταλλεύονται τις γνώσεις των «γηραιότερων» φίλων τους. Πρόκειται για μια οριακά ανήθικη χειραγώγηση; Ως ένα σημείο, ναι, αλλά έρχεται και η ψυχαγωγία να δικαιολογήσει την πρακτική πλευρά της υπόθεσης. Ο Τζος καταβάλλεται από αναβλητικό φόβο και δεν ολοκληρώνει ένα τεράστιο υλικό που δεν συμμαζεύεται με τίποτε, μάλλον γιατί δεν μπορεί να άρει την απόφαση να προχωρήσει. Οι προφάσεις του είναι πολλές και κοντρολαρισμένες, και σε αυτό το πλαίσιο ο νεαρός φαν τού κάνει καλό, γιατί τον ξεβολεύει, αφού πρώτα τον οδηγεί σε μια αμήχανη και πρόωση συνειδητοποίηση της ηλικίας και της προοπτικής που ένα παιδί, εκ των πραγμάτων, δεν του έχει δώσει. Το ντοκιμαντέρ με το οποίο παλεύει οφείλει να προσαρμοστεί στις ανάγκες ενός κοινού, έστω και μικρού, σαν το παιδί που μπουσουλάει και κοινωνικοποιείται. Ο Τζος έχει ξεχάσει πως τα πρότυπά του, όπως ο Πενεμπέικερ και ο Μέιζελς, άρεσαν και «πούλησαν», σύμφωνα με τα στάνταρ της εποχής τους. Στα μάτια του, ο Τζέιμι είναι ένας ποζέρ, ένας ψεύτης, παρασυρμένος από το vintage γούστο του και την αγάπη του για οτιδήποτε παλιό. Το κλειδί είναι ο πεθερός του, ένας πετυχημένος δημιουργός που μπορεί να αναγνωρίσει πως ο σκοπός αγιάζει τα μέσα γιατί το παιδί που κυοφορείς πρέπει να συναντήσει ανθρώπους που το πιστεύουν και το βοηθάνε, αν θέλει να επιβιώσει.


Ο Μπάουμπακ έχει γράψει και πάλι ένα εξαιρετικό σενάριο, με πολυεπίπεδες πληροφορίες, πολιτιστικές αναγωγές και διαπροσωπικές ανατροπές που θέτει συνεχώς νέα στοιχεία και εμπλουτίζει τα διλήμματα. Σκηνοθετικά, το στηρίζει στέρεα με κωμικότητα και στοχασμό, χωρίς αν αναλώνεται σε επίκαιρα, αλλά φευγαλέα κολπάκια με συνομιλίες σε κινητά και υπολογιστές, δείχνοντας αλλιώς το χάσμα των γενεών και τη χαριτωμένη γελοιότητα της κόντρας ανάμεσα στη νεάζουσα εμμηνόπαυση και τη μικρομέγαλη πόζα. Η σεκάνς της ψυχεδελικής εμπειρίας με έναν Περουβιανό σαμάνο και ένα διήμερο με μεσκαλίνη και εμετούς είναι ενδεικτική για τον συνδυασμό ιλαρότητας και απελπισίας – εκεί ουσιαστικά αποκαλύπτονται και μεταστρέφονται οι χαρακτήρες. Όπως είναι φυσικό, το ζητούμενο, δηλαδή η αναζήτηση και οι επιπτώσεις της αλήθειας, είναι μια εκκρεμής διαδικασία και ταυτόχρονα μια πικρή επαλήθευση της θεωρίας, που δεν μεταφράζεται σε θαυματουργή, χολιγουντιανή επιφοίτηση. Όπως λέει ο σοφός πεθερός του Τζος στον λόγο που εκφωνεί στην τιμητική εκδήλωση για το πρόσωπό του: «Τι να σας πω, μετά από τόσα χρόνια ακόμη δεν έχω όλες τις απαντήσεις και, για χάρη του ντοκιμαντέρ, θα τις αφήσω στην ησυχία τους». Απλώς διότι για κάθε γενιά η κοινωνία υποδεικνύει τον τρόπο και φανερώνεται όσο αντέχει και επιθυμεί.