Όταν ο Τζον Σλέσιντζερ μετέφερε το υπέροχο μυθιστόρημα του Τόμας Χάρντι το 1967, ο λόγος ήταν προφανής: η ηρωίδα Μπαθσίμπα Έβερντιν ήταν μια ανορθογραφία στη βικτωριανή εποχή, μια αδέσμευτη γυναίκα που αποφάσιζε η ίδια για τη μοίρα της και κρατούσε ανέπαφα τα θηλυκά της χαρακτηριστικά, ενώ ταυτόχρονα έδειχνε στους άνδρες της ζωής της (τον υπάλληλο-συμβουλάτορα, τον μεγαλογαιοκτήμονα-γείτονα και τον στρατιωτικό-γόη) πως δεν τους είχε ανάγκη, όπως οι υπόλοιπες, για να επικυρωθεί και να επιβιώσει. Ο Σλέσιντζερ βρήκε στο πρόσωπο της μούσας του από το Darling, της Τζούλι Κρίστι, την ιδανική ενσάρκωση, όχι ακριβώς του ρόλου αλλά της έννοιας της χειραφετημένης '60s περσόνας, χωρίς να νοιάζεται ακριβώς αν ταιριάζει –που δεν ταίριαζε– στις προδιαγραφές. Η εκδοχή του Βίντερμπεργκ είναι απαλλαγμένη από την εποχικότητα και μένει πιστή, όσο μπορεί, στο πρωτότυπο, έχοντας μια δυνατή, έξυπνη επιλογή, διότι η Κάρεϊ Μάλιγκαν δεν είναι άμα τη εμφανίσει εντυπωσιακά όμορφη αλλά καταφέρνει, διά της ερμηνευτικής της ευαισθησίας και της ικανότητάς της, να αποδώσει αποχρώσεις και να συλλάβει λεπτομέρειες, να εμπνέει, ή, αντίστροφα, να υποκύπτει στις ανθρώπινες αδυναμίες μιας γυναίκας που, όσο κι αν το επιθυμούσε, δεν ξέφευγε εντελώς από τα στεγανά ή τα λάθη της, όπως όταν έπεσε στην παγίδα της «στολής», δηλαδή στα δίχτυα του μοιραίου Φρανκ Τρόι, με αποτέλεσμα να γίνει το ερωτικό του υποκατάστατο εν αγνοία της, ή οι περιπτώσεις που η δικαιολογημένη της εμμονή στην αυτονομία έδινε τη θέση της στη στείρα ισχυρογνωμοσύνη. Συνεπώς, μετράμε ψύχραιμα τα κέρδη και τις απώλειες στη σύγκριση των δύο ταινιών. Ο Βίντερμπεργκ έχει γενικά καλύτερο καστ, καθώς το τρίο των ανδρών Μάικλ Σιν, Ματίας Σκούνερτς (έτσι τον προφέρουν οι Φλαμανδοί, και όχι Σούνερτς) και Τομ Στέριτζ είναι ισορροπημένο γύρω από τη Μάλιγκαν, σε σχέση με τους Πίτερ Φιντς, Άλαν Μπέιτς, Τέρενς Σταμπ, μερικές σκηνές είναι πιο εφευρετικές στην ατμόσφαιρα που αναδίδουν, όπως το ραντεβού στο ξέφωτο (γίνεται καλύτερη χρήση των πιο περιορισμένων μέσων) και η κλίμακα είναι συνολικά πιο ανθρώπινη, άρα και ευστοχότερα δραματική. Από το φιλμ του '67 σημαντική ήταν η πιο ρομαντική και εμπνευσμένη, υποψήφια για Όσκαρ μουσική επένδυση του Ρίτσαρντ Ρόντνι Μπένετ, καθώς και η σημασία του πλήθους, του αγριεμένου, όπως υποδεικνύει το βιβλίο, από το οποίο αποσύρεται η πρωταγωνίστρια και εκτυλίσσονται η δράση και το βασικό της δίλημμα: μοναχικότητα με τους δικούς της όρους ή παράδοση στους όρους των πολιορκητικών μνηστήρων;