Η 34η ταινία μεγάλου μήκους που σκηνοθετεί στα 84 χρόνια του ο Κλιντ Ίστγουντ είναι μια σφριγηλή βιογραφία του πιο θρυλικού sniper του αμερικανικού στρατού, του Κρις Κάιλ, ο οποίος έχτισε τη θρυλική του υπόληψη συμμετέχοντας σε τέσσερις αποστολές στο Ιράκ, αλλά βρήκε τον θάνατο άδοξα, δύο βήματα απ' το σπίτι του, ενώ είχε επιστρέψει οριστικά στην οικογένειά του, έχοντας πάρει την απόφαση να αποσυρθεί.


Ο Ίστγουντ δεν ενδιαφέρεται καθόλου για τα αίτια της εμπλοκής των ΗΠΑ στο Ιράκ. Θεωρεί τον πόλεμο δεδομένο και ασχολείται αποκλειστικά με τον Κάιλ. Η προσέγγισή του είναι ξεκάθαρη: ο Κρις μεγάλωσε με έναν πατριώτη πατέρα, κληρονόμησε τον ρόλο του προστάτη της οικογένειας και μόλις είδε τους Δίδυμους Πύργους να καταρρέουν, πήρε αυτόματα την απόφαση να καταταγεί. Ο Ελεύθερος Σκοπευτής υιοθετεί χωρίς περιστροφές τον μηχανισμό του πολέμου, αλλά ο Κλιντ Ίστγουντ δεν θα άφηνε μια μοναδική ευκαιρία έμμεσου σχολιασμού να πάει χαμένη. Και το κάνει σκηνοθετικά, καθώς τα πολλά λόγια δεν ήταν ποτέ το φόρτε του. Ο Κάιλ συμμετέχει στην εξάρθρωση του εχθρού ως κρυφός πολεμιστής στο άχαρο πόστο του σκοπευτή εξ αποστάσεως. Η μεγάλη του λαχτάρα είναι να βρεθεί κοντά στους συναδέλφους του, να σώζει αντί να σκοτώνει μόνο. Γι' αυτό και κατεβαίνει στο πεδίο της μάχης όποτε πιστεύει πως μπορεί να φανεί χρήσιμος. Ο τρόπος που ενεργεί (γρήγορος, αποτελεσματικός, κρατώντας ένα λακωνικό, ταπεινό προφίλ) τον ανεβάζει στα μάτια των άλλων στρατιωτών. Το τίμημα, ωστόσο, είναι βαρύ. Όποτε επιστρέφει στη σύζυγό του, αδυνατεί να απαλλαγεί από το άχθος της βίας που ασκεί και δέχεται. Οι εικόνες τον στοιχειώνουν και η ένταση δεν φεύγει από τη βαριά ψυχή του. Κάθε επίσκεψή του στο Ιράκ τον αδειάζει. Και η μεγάλη ειρωνεία είναι πως το πρόβλημά του διπλασιάζεται: έκανε ότι περνούσε από το χέρι του για να ελαττώσει την απόσταση ανάμεσα στη μακρινή θέση του (σκόπευε από ταράτσες και απομακρυσμένα σημεία), μετρώντας με αγωνία τις ώρες για να επιστρέψει και, όταν τελικά ερχόταν στο σπίτι του, δεν είχε συναισθηματική επαφή με τα παιδιά και την αγαπημένη του. Ένας από τους μεγαλύτερους σύγχρονους ήρωες της Αμερικής δεν ευχαριστήθηκε ποτέ πραγματικά τα κατορθώματά του και δεν βρήκε την ησυχία του.


Μια φαινομενικά μιλιτιραστική ταινία, με δαιμονιώδες μοντάζ και περίγραμμα που δεν αποδομεί τη λογική του πολέμου, έρχεται κοντά στην καρδιά του πρωταγωνιστή και ακτινογραφεί το τεράστιο έλλειμμα που δημιουργείται από την εμπειρία αυτή. Το Hurt Locker της Κάθριν Μπίγκελοου πραγματεύτηκε τον κυνισμό ενός φονιά που ρίχνεται στη μάχη, έχοντας ξεχάσει τις όποιες ιδέες βρίσκονται πίσω από την αποστολή του – μια κανονική μηχανή με μηδενισμένο κοντέρ και συγκεκριμένες δεξιότητες. Ο Κάιλ του Ίστγουντ πλησιάζει περισσότερο στον συνειδητοποιημένο, έστω και πλανεμένο, στρατιώτη του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, που όμως προσγειώθηκε άτσαλα σε άλλη εποχή. Ο κόσμος δεν δικαιολογεί απόλυτα και ομόφωνα τις πράξεις του, ρίχνεται σε έναν πόλεμο με αμφίβολα ιδανικά, αναγκάζεται να πηγαίνει και να έρχεται πολλές φορές στον τόπο του εγκλήματος και, όταν επιστρέφει για τα καλά, ανήκει σε μια ειδική μειονότητα που χρήζει υποστήριξης, κάτι που δεν συνέβαινε πριν από 70 χρόνια, όταν όλοι γιάτρεψαν όπως-όπως τις πληγές τους κι έβαλαν πλώρη για έναν νέο κόσμο.