Ο Πολ Χάγκις είναι πολύ καλύτερος σεναριογράφος παρά σκηνοθέτης και δεν υπάρχει αμφιβολία γι' αυτό μετά και το Τρίτο Πρόσωπο, την πιο φιλόδοξη από τις μπλεγμένες-με-αιτία ιστορίες του. Ο δημιουργός του Crash (Όσκαρ σεναρίου και καλύτερης ταινίας) εδώ δεν αρκείται στη βάση του κοινωνικού ιστού, όπως στην περίπτωση ενός Λος Άντζελες που ένωνε και χώριζε τους ήρωες του, αλλά σε μυθιστορηματικό, ερωτικό και φαντασιακό επίπεδο όπου επιχειρεί να παντρέψει την επιθυμία με τη βαθιά λύπη των πρωταγωνιστών. Ο καθένας έχει κι από ένα σοβαρό πρόβλημα στη ζωή του: ο Λίαμ Νίσον, συγγραφέας σε ελεύθερη πτώση, άφησε τη γυναίκα του (Κιμ Μπέισιντζερ) και πάει στο Παρίσι για να βρει έμπνευση και να συναντήσει μια γυναίκα/μούσα, με την οποία παίζει ένα αινιγματικό παιχνίδι εξάρτησης και απώθησης. Ο Έιντριαν Μπρόουντι, επιχειρηματίας χωρίς περαιτέρω επεξήγηση, συναντά μια Τσιγγάνα σε ένα μπαρ στη Ρώμη και της παίρνει έναν φάκελο με χρήματα, πράγμα που τον οδηγεί σε έναν εκβιασμό με κακοποιούς κι ένα αδιευκρίνιστο πηγαινέλα στα στενά της Αιώνιας Πόλης. Τέλος, η Μίλα Κούνις έχει προφανώς φερθεί βίαια στο παιδί της και αυτό, μετά από δικαστική απόφαση, καταλήγει στην κηδεμονία του πατέρα του, του Τζέιμς Φράνκο, ενός καλλιτέχνη ο οποίος συζεί με μια τρυφερή και γεμάτη κατανόηση νέα γυναίκα. Οι ερωτικές σχέσεις καθορίζονται από τραγικά μυστικά που αποκαλύπτονται προς το τέλος της ταινίας και ασφαλώς μετριάζονται από το σεναριακό τέχνασμα που επινοεί ο Χάγκις για να δικαιολογήσει τη δραματικότητά τους (και που συνδέεται με την προαναφερθείσα μυθιστορηματικότητα) και, κυρίως, αποδυναμώνονται από ελάχιστα πειστικές σκηνές που παραπαίουν ανάμεσα σε δεκάδες κλισέ και έναν μουντό, σβησμένο ρυθμό. Στο Χόλιγουντ υπάρχει ο Γκάρι Μάρσαλ που «χτυπάει» σχεδόν κάθε χρόνο με μια γλυκόπικρη κομεντί πολλών χαρακτήρων, οι οποίοι συγκλίνουν στην ίδια πόλη κατά τη διάρκεια μιας σημαντικής γιορτής (Πρωτοχρονιά, ανήμερα του Βαλεντίνου, βοήθειά του). Συμπλήρωμα του Μάρσαλ, ο Πολ Χάγκις, ο οποίος ψάχνεται περισσότερο, αλλά στην περίπτωση του Τρίτου Προσώπου ξεγυμνώνεται με τρομερή αμηχανία, καθώς ο Μπαλζάκ που κρύβει μέσα του συγκρούεται μετωπικά με τη σαπουνόπερα που τελικά αναπαράγει.