Η θυελλώδης πιανίστα, που θεωρείται μια από τις πιο πολλά υποσχόμενες πιανίστες της χώρας μας, συμπράττει ξανά με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών. Την 1η Δεκεμβρίου, ερμηνεύει το Πρώτο Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα του Τσαϊκόφσκυ. Λίγο πριν την εμφάνισή της στο Μέγαρο Μουσικής, μιλά για τον Τσαϊκόφσκυ, τις καλλιτεχνικές της «ρίζες» και όσα την εμπνέουν.

 

 

—Πώς προσεγγίζετε ερμηνευτικά το Πρώτο Κοντσέρτο για πιάνο του Τσαϊκόφσκυ; Υπάρχουν συγκεκριμένα στοιχεία που επιθυμείτε να αναδείξετε;

Ο Τσαϊκόφσκυ είναι ένας λυρικός συνθέτης. Δεν χωράει πίεση και βία στην ερμηνεία του, ούτε σόου ή εγωκεντρισμός. Τον βλέπω σαν βαθιά ανθρώπινο. Πιστεύω πως σε αυτό το κοντσέρτο πρέπει να είσαι ερμηνευτικά πάντα ζεστός, μαλακός αλλά και γενναιόδωρος. Να προσέχεις ο ήχος σου να είναι πάντα στρογγυλός και να ψάχνεις χρώματα και εικόνες. Είναι σαν μία έκρηξη φαντασίας στο κεφάλι κι αυτό είναι που με κάνει να το αγαπώ. Αν σκεφτείς τις τεχνικές δυσκολίες εκεί το έχεις χάσει. Όλα λύνονται όταν τα σκεφτείς και τα ερμηνεύσεις μουσικά. Έτσι αναδεικνύεται η ομορφιά αυτού του συνθέτη.

 

Αλεξία Μουζά: «Έχουμε ξεμάθει να παρατηρούμε και να εκφραζόμαστε»

 

—Ποιες είναι οι μεγαλύτερες δυσκολίες;

Να γίνουν ένα όλοι οι μουσικοί στη σκηνή. Να υπάρχει η ζέστη σε όλους τους. Να μην ξεχειλίσει από κακόγουστη μουσική έκφραση μα να κρατήσει μια αξιοπρέπεια και μια ποιότητα. Είναι ένα κοντσέρτο που μπορεί να φανεί εξωστρεφές, μα μέσα του έχει υπέροχα θέματα όπου εκφράζονται η εύθραυστη μοναξιά, η γαλήνη κι ένα μαύρο βάθος. Αυτή η ποικιλία, αυτό το να μπαίνεις από την μία εικόνα στην άλλη, είναι μια δυσκολία που όμως γίνεται ευχάριστη. Δεν θα μιλήσω για τα τεχνικά. Όλα τα τεχνικά λύνονται, βρίσκεις τρόπο πάντα να τα λύσεις, με μελέτη, ψάχνοντας δαχτυλισμούς, ψάχνοντας τρόπους όπου δεν θα χάσεις τον τεχνικό έλεγχο. Η φαντασία όμως δεν λύνεται, πρέπει να ψάξεις να βρεις τη σωστή εικόνα και να την δέσεις με το σωστό ρουμπάτο, πάντα με γούστο. Να μην είναι πολύ, να μην είναι λίγο. Να είναι ακριβώς.

 

—Θα λέγατε ότι οι δυσκολίες αποτελούν ταυτόχρονα ευκαιρίες για ερμηνευτικές υπερβάσεις;

Καθόλου. Για μένα η λέξη υπέρβαση είναι αρνητική. Το βλέπω σαν να ξεφεύγεις από το ερμηνευτικό στυλ του συνθέτη. Η υπέρβαση πολλές φορές καταντάει κακόγουστη. Όλα έχουν τους στυλιστικούς τους κανόνες. Δεν σημαίνει πως επειδή δυσκολεύομαι κάπου θα χρησιμοποιήσω την υπέρβαση για να λύσω τη δυσκολία μου. Η λύση πρέπει να βρεθεί με σεβασμό προς το κείμενο και η οποιαδήποτε υπέρβαση θα πρέπει να έχει τη σωστή δοσολογία.

 

—Η μητέρα σας είναι πιανίστα. Αποτέλεσε για εσάς πρότυπο;

Από τότε που με θυμάμαι μικρή, άκουγα ώρες και ώρες μελέτης και μουσικής στο σπίτι. Η μητέρα μου με είχε κρεμασμένη μωρό ακόμα στο σάλι πάνω της όταν μελετούσε, με πήγαινε παντού στις πρόβες, μετά όταν μεγάλωσα λίγο έπαιζα με τα παιχνίδια μου για ώρες κάτω από το πιάνο όσο έπαιζε και μετά άρχισα τα πρώτα μου μαθήματα μαζί της. Τον ήχο της και τη μουσική έκφρασή της στο πιάνο τα αναγνωρίζω πάντα και με συγκινούν γιατί είναι φορτισμένα από την παιδική μου ηλικία, μου βγάζουν μία αθωότητα… Από μικρή ήθελα να γίνω πιανίστρια, όχι για να μοιάσω στη μητέρα μου, μα επειδή μου άρεσε πολύ αυτό που έκανε. Τη θαύμαζα που καθόταν και έβγαιναν τόσα όμορφα πράγματα από αυτό το μεγάλο μαύρο πιάνο. Μου άρεσε να είμαι τυλιγμένη σε ήχους, σε εικόνες, να νιώθω τη φαντασία μου διαρκώς ξύπνια και να κάνω ιστορίες στο κεφάλι μου όσο έπαιζε. Ήταν πολύ καλή επιλογή που όταν έγινα οχτώ χρονών με πήγε σε άλλο καθηγητή. Διάλεξε αντί να είναι δασκάλα να είναι μητέρα, χωρίς να υπάρξει μπέρδεμα ανάμεσα σε αυτούς τους δυο ρόλους που πολύ εύκολα αλλοιώνουν τη σχέση μεταξύ γονιού και παιδιού. Η σχολή που διδάχτηκα μετά ήταν τελείως διαφορετική από τη δική της και πήρα κάπως άλλο δρόμο στυλιστικά και τεχνικά, αλλά πάντα γλυκαίνω με τον μουσικό τρόπο της.

 

—Νιώσατε ποτέ την πίεση να ανταποκριθείτε στις προσδοκίες του περιβάλλοντός σας;

Εννοείται. Πρώτα απ’ όλα οι προσδοκίες του καθηγητή μου τα χρόνια που ήμουν στην Ίμολα. Ήταν πολύ απαιτητικός από εμένα, και ήθελε πάντα να δώσω το καλύτερό μου στο παίξιμο. Δεν δεχόταν λιγότερα. Αυτό με πίεζε πολύ. Από την άλλη με έσπρωχνε στο να ψάχνω διαρκώς πιο υψηλά αποτελέσματα στην ερμηνεία μου. Όταν έφυγα από Ιταλία και πήγα στη Βοστώνη, βρέθηκα σε άλλη κατάσταση. Ένιωθα μόνη μου και κάπως χαμένη μην έχοντας μια τόσο δυνατή καθοδήγηση. Με τον Arie Vardi μετά, άρχισα να έχω μια τελείως διαφορετική αντιμετώπιση αυτών των προσδοκιών. Πριν δύο χρόνια, στον διαγωνισμό Rubinstein στο Ισραήλ, όπου όλη την ετοιμασία την έκανα μόνη μου και το αποτέλεσμα ήταν πολύ ικανοποιητικό, έβγαλα και την τελευταία προσδοκία από πάνω μου κι ένιωσα πως μπήκα σε μια διαφορετική περίοδο με τον εαυτό μου και το πιάνο, ελεύθερη από τις οποιεσδήποτε προσδοκίες άλλων για μένα και την πίεση που μπορούν να δημιουργήσουν.

 

—Πραγματοποιήσατε τις μεταπτυχιακές σας σπουδές στη Βοστώνη. Πώς βιώσατε τη μετάβαση στην Αμερική;

Στις ΗΠΑ έζησα δύο χρόνια. Μουσικά ήταν μία περίοδος όπου έψαχνα τον μουσικό εαυτό μου κι ένιωθα πως κάπως επέπλεα χωρίς τη στιβαρή καθοδήγηση που είχα από τον πρώην καθηγητή μου ο οποίος με δίδαξε από μικρή. Ένιωσα εκτεθειμένη και κάπως χαμένη, μα πιστεύω ήταν σημαντικό να γίνει αυτή η μετάβαση. Όταν συνέχισα μετά στη σχολή στο Τελ Αβίβ, άρχισα να νιώθω πιο σίγουρη με τον εαυτό μου και τη μουσική μου ταυτότητα. Κι αυτό το νιώθεις έντονα όταν ανεβαίνεις στη σκηνή. Τα χρόνια στη Βοστώνη δεν ήταν από τα καλύτερά μου. Το περιβάλλον, ανθρώπινα, κλιματικά και ακαδημαϊκά, δεν μου ταίριαζε πολύ κι ένιωθα έξω από τα νερά μου σε πολλά πράγματα. Είμαι του Νότου και της ζέστης, κι ο Βορράς απ’ ό,τι φαίνεται δεν μου ταιριάζει πολύ.

 

—Τα τελευταία πέντε χρόνια, έχετε επιστρέψει στην Ελλάδα, επιλέγοντας ως έδρα σας την Αθήνα. Πώς οδηγηθήκατε σε αυτή την απόφαση;

Μετά από τα πέντε χρόνια στη Βενεζουέλα αποφάσισα να φύγω. Όχι επειδή δεν μου άρεσε το μέρος, μα επειδή έκανα πολλά υπερατλαντικά ταξίδια μες στο χρόνο λόγω δουλειάς κι ένιωθα διασκορπισμένη. Σκέφτηκα θα ήταν πιο άνετο να γυρίσω Ευρώπη. Επίσης, έλειπα 17 χρόνια από την Ελλάδα κι αποφάσισα αντί να πάω πάλι σε άλλη χώρα, όπου θα ήμουν πάλι ξένη και θα άρχιζα να χτίζω πάλι μια καθημερινότητα, να γυρίσω στην Ελλάδα. Στην Αθήνα δεν είχα μείνει ποτέ, και μετά από το Καράκας πιστεύω ήταν μια ωραία επιλογή για μένα. Έχει αυτό το mix που την κάνει ανθρώπινη στην ομορφιά και στην ασχήμια της.

 

—Έχετε κερδίσει πληθώρα βραβείων σε διεθνείς και εγχώριους διαγωνισμούς, όπως το τρίτο βραβείο στο διεθνή διαγωνισμό πιάνου Hamamatsu και το πρώτο βραβείο στο διαγωνισμό «Φίλων». Κατά τη γνώμη σας, το ανταγωνιστικό περιβάλλον τέτοιων διοργανώσεων βοηθάει τους νέους σολίστ να ανταπεξέλθουν καλύτερα στη διεθνή μουσική σκηνή;

Η ιδέα του διαγωνισμού και της βαθμολόγησης της τέχνης της μουσικής είναι αντιφατική. Έχεις 20 λεπτά με μία ώρα χρόνο για να πείσεις 10 με 12 διαφορετικούς ανθρώπους με διαφορετικές μουσικές σχολές και γούστα να σε στηρίξουν. Άρα με αυτό το σκεπτικό, η μουσική γίνεται κάπως ουδέτερη με κάποιον τρόπο, καλουπώνεται και τετραγωνίζεται. Όλοι θα βρουν κάτι που τους αρέσει και κάτι που δεν τους αρέσει σε σένα. Κι επίσης, δεν εξαρτάται μόνο από την ετοιμασία σου αλλά και από το πώς θα έχεις ξυπνήσει, πώς θα έχεις συγκεντρωθεί και πολλά άλλα. Είναι και θέμα τύχης πολλές φορές το αποτέλεσμα. Μπορεί για μια μικρή διαφορά βαθμολογίας να μην περάσεις, μπορεί να υπάρξουν αντιθέσεις ανάμεσα στα μέλη της επιτροπής, μπορεί να συμβούν πολλά πράγματα. Επίσης το ανταγωνιστικό περιβάλλον ανάμεσα στους διαγωνιζόμενους τους χωρίζει από μια ουσιαστική και ειλικρινή επικοινωνία. Βάζει τοίχους εκεί που δεν θα έπρεπε να υπάρχουν. Από την άλλη, αυτό το αίσθημα ανταγωνισμού, σε κάνει να θες να δείξεις τον καλύτερό σου εαυτό, να προσπαθήσεις να σε ξεπεράσεις. Η προετοιμασία για έναν διαγωνισμό είναι το σίγουρο που θα σου μείνει μακροχρόνια. Το να ετοιμάσεις ώρες μουσικής κι όχι μόνο μία ώρα ρεσιτάλ, να τελειοποιήσεις το κάθε έργο, θέλει πολύ δουλειά κι οργάνωση. Επίσης κάτι άλλο θετικό είναι η εμπειρία που παίρνεις από το να βγεις να παίξεις στη σκηνή ενός διαγωνισμού, που ισοδυναμεί με τουλάχιστον πέντε συναυλίες. Η αυτοσυγκέντρωση είναι στα άκρα, η αδρεναλίνη χτυπάει κόκκινο και η επίγνωση του ότι εκείνη τη στιγμή κρίνεσαι, ειδικά στους μεγάλου βεληνεκούς διαγωνισμούς, από μουσικούς που πολλές φορές θαυμάζεις, σε βάζει σε άλλα επίπεδα ελέγχου του μυαλού και της ερμηνείας σου. Σίγουρα είναι καλό να σε ακούσουν σε διεθνές επίπεδο, να βάλεις τον εαυτό σου σε τέτοια έκθεση. Από την άλλη, μαθαίνεις πως είσαι αναλώσιμος κι ευάλωτος στα μάτια όλων.

 

Αλεξία Μουζά: «Έχουμε ξεμάθει να παρατηρούμε και να εκφραζόμαστε»

 

—Όταν επιλέξατε να ασχοληθείτε επαγγελματικά με τη μουσική, υπήρξε στο βάθος του μυαλού σας το άγχος του βιοπορισμού;

Δεν υπήρξε η στιγμή που το επέλεξα επαγγελματικά. Το ένα πράγμα έφερε το άλλο. Σίγουρα δεν θα ξεχάσω την ικανοποίηση όταν πήρα την πρώτη μου πληρωμή και με εκείνα τα λεφτά αγόρασα ένα στερεοφωνικό. Όταν ήρθε το πρώτο lockdown λόγω της πανδημίας του κορωνoϊού, εκεί ήταν η πρώτη φορά που αγχώθηκα, μιας και όλες οι δουλειές που είχα κλείσει ακυρωθήκανε. Ένιωσα ευάλωτη με κάποιο τρόπο. Όμως βγήκαν άλλες δουλειές, βιντεοσκοπήσεις, ηχογραφήσεις, και όλα πήραν το δρόμο τους.

Η σιγουριά του βιοπορισμού δεν είναι κάτι αυτονόητο. Και τί είναι αυτονόητο στον σημερινό κόσμο. Στον σημερινό κόσμο δεν υπάρχει τίποτα σίγουρο. Τα πράγματα εξελίσσονται ραγδαία και ναι, μπορείς να είσαι μέσα στην μπουρμπουλήθρα μιας οποιασδήποτε σταθερότητας, μα κοινωνικοί και πολιτικοί παράγοντες μπορούν να έρθουν και να τη σπάσουν οποιαδήποτε στιγμή. Άρα γιατί να μην κάνεις κάτι που αγαπάς και σου αρέσει, γιατί να μην πάρεις το ρίσκο να βουτήξεις;

 

—Τι σας εμπνέει;

Η αισθητική. Η φύση και οι τρόποι της, τα χρώματά της, οι μυρωδιές της. Οι άνθρωποι και οι διαφορετικοί τρόποι έκφρασης που διαλέγουν για να εκφράσουν την ευαισθησία τους και τον εσωτερικό τους κόσμο. Η φαντασία μου, που τα παίρνει όλα αυτά και δημιουργεί άλλα, υποσυνείδητα ή συνειδητά. Η ιδέα που έχω στο μυαλό μου για ένα κομμάτι, το ψάξιμο ξανά και ξανά για τον σωστό τρόπο με τα εργαλεία που έχω αποκτήσει μετά από χρόνια. Το καινούριο, τί κι αν είναι κομμάτι ή μέρος ή άνθρωπος. Τα περισσότερα που μας περιτριγυρίζουν κρύβουν μέσα τους ομορφιές, το θέμα είναι να είσαι ανοιχτός και να σταματήσεις να τις αναγνωρίσεις, να τις κρατήσεις και να τις βγάλεις μετά με τον τρόπο σου. Έχουμε ξεμάθει να παρατηρούμε και να εκφραζόμαστε. Κι όταν αυτό συμβαίνει είναι σαν να μπαίνουν τα πράγματα στη θέση τους και μαζί τους κι εσύ.

 

INFO:

Ρομαντισμός στα άκρα

Παρασκευή 1 Δεκεμβρίου, 20:30

Περισσότερα εδώ

Online αγορά εδώ

Οδηγός Μουσικής