Βασίλης Παπάς: Chiaroscuro
Ο ΜΑΓΕΙΡΑΣ
Άναρχη βλάστηση, θάμνοι απροσπέλαστοι
πνιγμένα στ' αγριόχορτα οπωροφόρα
κι αντίσκηνα εκστρατείας απλωμένα στην πεδιάδα
-ένα κοπάδι ήρεμο- ο γαλλικός στρατός.
Μουλάρια ανέβαιναν στην πόλη καθημερινά
στύλωναν μ' αγωνία τα ρουθούνια
όταν στραβοπατούσανε στις πέτρες οι οπλές
γύριζαν φορτωμένα με τυριά, κρέατα και κρασί.
Καμιά φορά έπαιρνε προς το σούρουπο
κι αυτός τον ίδιο δρόμο
στη λέσχη τον περίμεναν οι αξιωματικοί
να φτιάξει κάτι ιδιαίτερο, πιο γαλλικό
βοηθός μαγείρου στο ατμόπλοιο "Λατούς-Τρεβίλ"
τους είχε πει πως έμαθε τα μυστικά
κοντά σε έναν σεφ στη Μασσαλία.
Όταν τελείωνε, ξάπλωνε στα ξερά χόρτα απ' το παχνί
και χάζευε το φως του φεγγαριού
όπως παιγνίδιζε με τα ornamenti και τα φυτικά
που λάμπανε με δέος μεταφυσικό
στους τοίχους του τεμένους.
Ήταν η ώρα που δεν ήθελε να σκέφτεται
πώς είναι δυνατόν να βρίσκεται εκεί
μάγειρας στην υπηρεσία του γαλλικού στρατού
μέσα στις λάσπες του πολέμου
να ετοιμάζει champignons, r?ti de veau
στο ερειπωμένο οθωμανικό τζαμί
για ευγενείς καθολικούς officiers
να 'ρθει περίμενε ο ύπνος να τον πάρει
έστω για λίγο να επιστρέψει
στους ορυζώνες, στις φυτείες του τσαγιού
και ν' αντικρίσει ξαφνικά
παγόδες κι υπερφυσικά αγάλματα του Βούδα.
Τ' άλλο πρωί γύριζε με το άλογό του στον καταυλισμό
κρεμούσε και την Kodak που εέχε στον λαιμό του
για να φωτογραφίζει τα νερά
όπως δραπέτευαν με ορμή από τους βράχους,
τις μπάλες με την κάνναβη επικίνδυνα βαριές
καθώς κατρακυλούσαν ως το εργοστάσιο του σχοινιού,
τα στεγνωμένα πρόσωπα των γεωργών
που αργά λικνίζονταν στα υποζύγιά τους.
Μοιάζουνε μεταξύ τους οι ξωμάχοι
θα σκεφτότανε, πάνω στη γη
το βλέμμα του ολιγαρκή
που ξέρει πώς να είναι μες στη φτώχεια.
Ανέμελος, οι έγνοιες του μικρές,
θα περιμένει να 'ρθουν κι άλλα γεγονότα
να βάλουν στη σειρά τους προβληματισμούς
και να τα φέρει στο αλφάδι της η μοίρα
για να σταθεί μια μέρα απέναντι κι αυτός
απ' τις στολές του γαλλικού στρατού
καταζητούμενος στη ζούγκλα να χαθεί σαν ερπετό
με βουτηγμένο πρόσωπο στα χρώματα παραλλαγής
κι όταν θα εμφανιζότανε ξανά
δεν θα 'ταν πια ο ταπεινός Νγκουγιέν Σιν Κουνγκ
που έφυγε κάποτε με το ατμόπλοιο «Λατούς-Τρεβίλ»
αλλά ένας φωτισμένος
που είχε πια εξαγνιστεί
κι αυτόν περίμενε τόσο καιρό ο χαρταετός με τη μακριά ουρά
αυτόν που θα τον λέγαν πλέον Χο Τσι Μινχ
να τον σηκώσει απ' τις πλημμύρες του ρυζιού στον ουρανό
να τον ελευθερώσει.