Η Malinda Lo είναι η βραβευμένη συγγραφέας του μυθιστορήματος Χτες βράδυ στο Τέλεγκραφ Κλαμπ,το οποίο έχει τιμηθεί με τα National Book Award 2021, Asian/Pacific American Award for Youth Literature, Stonewall Βook Award και Printz Honor.

 

Το πρώτο της μυθιστόρημα, Ash, μια σαπφική επαναφήγηση της Σταχτοπούτας, ήταν επίσης υποψήφιο για πολλά βραβεία, μεταξύ αυτών το Lambda Literary Award και το Andre Norton Award. Διηγήματα και δοκίμιά της έχουν δημοσιευτεί στους New York Times, NPR, Autostraddle, Horn Book, και σε διάφορες ανθολογίες. Ζει στη Μασαχουσέτη μαζί με τη σύντροφό της και τον σκύλο τους. 

 

Malinda Lo
Malinda Lo

«Παράξενη εποχή», έτσι λεγόταν αυτό το βιβλίο. Μιλούσε για δύο γυναίκες που ερωτεύονται η μία την άλλη. Και έπειτα η Λίλι έκανε την ερώτηση που είχε βγάλει ρίζες μέσα της, που ακόμα και τώρα ξεδίπλωνε τα φύλλα της και απαιτούσε να αντικρίσει τον ήλιο. «Έχεις ακούσει ποτέ ξανά κάτι τέτοιο;» Η δεκαεφτάχρονη Λίλι Χου δεν θυμάται ακριβώς πότε η ερώτηση έβγαλε ρίζες, όμως η απάντηση ήταν σε πλήρη άνθηση όταν εκείνη και η Καθλίν Μίλερ πέρασαν κάτω από τη νέον ταμπέλα ενός γκέι μπαρ που λεγόταν Τέλεγκραφ Κλαμπ. Η Αμερική του 1954 δεν είναι ένα ασφαλές μέρος για να ερωτευτούν δύο κορίτσια, ειδικά στην ιστορική Τσάιναταουν του Σαν Φρανσίσκο. Ο μακαρθισμός και η παράνοια του Κόκκινου Τρόμου απειλεί τους πάντες, και τους Κινέζους Αμερικανούς όπως η Λίλι. Με τον φόβο της απέλασης να σκιάζει τον πατέρα της, παρά την υπηκοότητα που με τόσο κόπο απέκτησε, η Λίλι και η Καθ ρισκάρουν τα πάντα ώστε ο έρωτάς τους να αντικρίσει το φως του ήλιου.

 

Διαβάστε παρακάτω το κεφάλαιο 40 του μυθιστορήματος:

Η Λίλι πήγε στον σκουπιδοτενεκέ και έβγαλε την τσαλακωμένη εφημερίδα. Την έφερε στο τραπέζι της κουζίνας και την άπλωσε, ισιώνοντας τις ζαρωμένες υγρές γωνίες. Το δεξί μισό της πρώτης σελίδας ήταν σκισμένο και τα γράμματα του τίτλου μουντζουρωμένα, όμως το άρθρο διαβαζόταν ακόμα.

 

«Τι είναι αυτό;» ρώτησε η μητέρα της.

 

«Ήμουν εκεί χτες βράδυ. Στο Τέλεγκραφ Κλαμπ. Η Σίρλεϊ πέρασε για να μου πει ότι κάποιος με είδε». Η Λίλι κάθισε ξανά και περίμενε χαμηλώνοντας το βλέμμα στα χέρια της. Το μελάνι της εφημερίδας είχε αφήσει γκρίζους λεκέδες στις άκρες των δαχτύλων της.

 

«Δεν καταλαβαίνω. Το άρθρο αυτό δεν έχει καμία σχέση μ’ εσένα».

 

«Ήμουν εκεί», ξαναείπε. «Δεν ξέρω πώς αλλιώς να σου το πω», συμπλήρωσε κάπως απεγνωσμένα.

 

Η μητέρα της τράβηξε προς το μέρος της την εφημερίδα και έσκυψε πιο κοντά για να τη διαβάσει. Όταν γύρισε τη σελίδα για να διαβάσει το δεύτερο μισό του άρθρου, η Λίλι έκλεισε τα μάτια της. Οι χτύποι του ρολογιού πάνω από την κουζίνα ακούγονταν σαν αντίστροφη μέτρηση. Ένιωθε σχεδόν σαν να αιωρούνταν αποκομμένη από το σώμα της. Δεν ήταν ολόκληρη εκεί, δεν μπορούσε να είναι.

 

«Δεν σε αναφέρει πουθενά το άρθρο», είπε η μητέρα της με μια φωνή σαν να ήταν κάπου πολύ μακριά.

 

«Όχι, όμως ήμουν στο κλαμπ», είπε η Λίλι. «Ο Γουάλας Λάι με είδε απέξω».

 

Πού την είχε δει; Θυμήθηκε τους άντρες σε εκείνο το σοκάκι με τα τσιγάρα τους που έκαιγαν μες στο σκοτάδι.

 

«Αποκλείεται να ήσουν σε αυτό το μέρος», είπε η μητέρα της. «Ήσουν σπίτι χτες βράδυ και κοιμόσουν!»

 

Η Λίλι άνοιξε τα μάτια της. Το πρόσωπο της μητέρας της ήταν χλωμό κάτω από την πούδρα της· είχε πανιάσει.

 

«Βγήκα έξω», είπε η Λίλι. Ήταν σίγουρη ότι το δικό της πρόσωπο ήταν κατακόκκινο· ένιωθε το αίμα να ανεβαίνει στο κεφάλι της καθώς μιλούσε. «Πήγα σε αυτό το κλαμπ. Ο Γουάλας Λάι με είδε εκεί και η Σίρλεϊ ήρθε να μου το πει. Σύντομα όλοι θα το ξέρουν. Σκέφτηκα να το πω πρώτα σ’ εσένα».

 

Το βλέμμα της μητέρας της στάθηκε πάλι στην εφημερίδα. Στη σελίδα δίπλα από το δεύτερο μισό του άρθρου υπήρχε μια διαφήμιση ενός καταστήματος γυναικείων ειδών με ένα σχέδιο που έδειχνε δύο γυναικεία πόδια ντυμένα με διαφανείς νάιλον κάλτσες. Η Λίλι βρήκε τη διαφήμιση σκόπιμα άσεμνη και η μητέρα της έκλεισε την εφημερίδα και τη γύρισε ανάποδα σαν να είχε κι εκείνη την ίδια εντύπωση.

 

«Σίγουρα έχει γίνει κάποιο λάθος», είπε σφιγμένη η μητέρα της. «Είσαι ένα καλό κορίτσι, μια καλή Κινέζα. Όποια κι αν είδε ο Γουάλας Λάι... δεν ήσουν εσύ».

 

Η Λίλι ένιωθε σαν να ήταν παγιδευμένη σε ένα χαλασμένο διόραμα, σαν να μην ήταν ο εαυτός της αλλά η μικροσκοπική φιγούρα μιας Κινέζας που διαρκώς γυρνούσε σπασμωδικά στην αρχή, αντί να συνεχίζει στη μικρογραφία του κόσμου της. Ήταν σαφές ότι αν συμφωνούσε με τη μητέρα της –και τη Σίρλεϊ–, αν τους έλεγε μόνο αυτό που ήθελαν να ακούσουν, τότε θα μπορούσε να προχωρήσει ακολουθώντας την προδιαγεγραμμένη πορεία της. Όμως κάτι τέτοιο σήμαινε ότι θα έπρεπε να σβήσει όλες τις φορές που είχε πάει στο Τέλεγκραφ Κλαμπ· να αρνηθεί την επιθυμία της να προχωρήσει γενικά. Σήμαινε να καταπιέσει τα αισθήματά της για την Καθ και, εκείνη τη στιγμή, τα αισθήματά της έμοιαζαν να αναβλύζουν από μέσα της τόσο επώδυνα που τρόμαξε ότι μπορεί να έσκαγε. Έτσι, λοιπόν, νιώθεις όταν αγαπάς κάποιον άλλο άνθρωπο; Μακάρι να μπορούσε να ρωτήσει τη Σίρλεϊ πώς το είχε καταλάβει.

 

Η μητέρα της περίμενε από εκείνη να πει ότι είχε γίνει κάποιο λάθος, όμως η Λίλι δεν μπορούσε να το κάνει. «Όχι», είπε. Η φωνή της ακούστηκε άσχημη στα αφτιά της, όμως μετρίασε λίγη από την πίεση που δυνάμωνε μέσα της. «Ο Γουάλας δεν έκανε λάθος», επέμεινε. «Ήμουν εκεί».

 

«Λίλι, δεν ξέρεις τι λες».

 

«Ξέρω ακριβώς τι λέω», είπε εκείνη, αποθαρρυμένη.

 

«Λες ότι είχες πάει σε αυτό – σε αυτό το κλαμπ για ομοφυλόφιλους;»

 

Η φωνή της υψώθηκε σε αυτή την τελευταία, σοκαριστική λέξη. Η Λίλι ποτέ δεν είχε ακούσει τη μητέρα της να τη λέει. Το μόνο που μπόρεσε να κάνει ήταν να γνέψει καταφατικά. Το πρόσωπο της μητέρας της έγινε ακόμα πιο χλωμό.

 

«Γιατί;» θέλησε να μάθει.

 

«Ήθελα να πάω», είπε η Λίλι. Ένιωθε σαν να εξομολογούνταν κάτι άσεμνο.

 

Η μητέρα της κούνησε το κεφάλι της. «Κάποιος σε επηρέασε. Ποιος; Δεν μπορεί να ήταν η Σίρλεϊ. Δεν θα έκανες κάτι τέτοιο από μόνη σου».

 

«Το έκανα», είπε η Λίλι. Τα μάτια της άρχισαν να τσούζουν.

 

«Είσαι από μια καλή κινέζικη οικογένεια, Λίλι, ένα καλό κορίτσι. Δεν καταλαβαίνω. Τι θα σε έκανε να πας σε ένα τέτοιο μέρος;» Η μητέρα της φαινόταν πολύ μπερδεμένη.

 

Η Λίλι πήρε τρέμοντας μια ανάσα. «Νομίζω… νομίζω ότι είμαι σαν αυτές».

 

Τα μάτια της μητέρας της γούρλωσαν. «Νομίζεις… Όχι. Όχι, δεν είσαι. Εσύ δεν είχες ποτέ ούτε αγόρι. Θα μεγαλώσεις και θα παντρευτείς και θα καταλάβεις ότι όλο αυτό ήταν ένα λάθος, μια προσωρινή–»

 

«Δεν είναι ένα λάθος», διαμαρτυρήθηκε εκείνη.

 

«Λίλι. 胡麗麗!»1 είπε δυνατά η μητέρα της, λέγοντας το όνομα και το επώνυμό της στα μανδαρινικά όπως έκανε ο πατέρας της. «Τι σ’ έχει πιάσει; Αν σε είδε μόνο ένας άνθρωπος έξω απ’ αυτό το κλαμπ, τότε μπορούμε να το αντιμετωπίσουμε. Νέα είσαι. Θα βρεις ένα αγόρι στο κολέγιο. Δεν θα πας ξανά σε αυτό το μέρος, και θα το ξεχάσεις αμέσως. Μ’ ακούς;»

 

«Εσύ δεν μ’ ακούς!» φώναξε η Λίλι. «Είμαι σαν αυτές».

 

Δεν ήταν η Λίλι η μικροσκοπική φιγούρα ενός διοράματος· η μητέρα της ήταν. Αυτή γύριζε πάνω σε μια ράγα, ακούγοντας μόνο αυτό που ήθελε να ακούσει.

 

Η μητέρα της σηκώθηκε, άρπαξε την εφημερίδα από το τραπέζι και την τσαλάκωσε μέσα στα χέρια της. Την πέταξε πάλι στα σκουπίδια. «Δεν έχουμε ομοφυλόφιλους σε αυτή την οικογένεια», είπε, οι λέξεις βαριές από την αηδία.

 

Το στήθος της μητέρας της ανεβοκατέβαινε και η Λίλι είδε ότι το χέρι της ήταν τώρα λερωμένο από το μελάνι της εφημερίδας ακριβώς σαν το δικό της. Μέσα στον σκουπιδοτενεκέ, η ίδια η εφημερίδα άνοιγε σιγά σιγά· ξεδιπλωνόταν σαν να ήταν κάτι ζωντανό, η λέξη διεστραμμένες αντηχούσε σε όλο το δωμάτιο.

 

«Είσαι νέα», είπε αυστηρά η μητέρα της. «Δεν είσαι ούτε καν δεκαοκτώ. Καμιά φορά τα κορίτσια έχουν τέτοιου είδους ιδέες όταν είναι νεότερα, προτού γνωρίσουν τους συζύγους τους. Τα κορίτσια αγαπούν τις φιλενάδες τους και μπερδεύουν αυτό με την αγάπη που θα νιώσουν για τους συζύγους τους. Γίνεται αρρώστια, μονάχα όταν δεν εγκαταλείπεις αυτή την ιδέα. Θα το πούμε στον πατέρα σου. Εκείνος μπορεί να σε βοηθήσει. Δεν θα μιλήσεις γι’ αυτό στις θείες και στους θείους σου. Δεν θα πεις λέξη στη γιαγιά σου. Μ’ ακούς; Όλοι ξέρουν ότι είσαι ένα καλό κορίτσι. Αυτό είναι απλώς ένα λάθος».

 

Όσο περισσότερο επέμενε η μητέρα της ότι ήταν ένα λάθος, τόσο περισσότερο σιγουρευόταν η Λίλι ότι δεν ήταν. Ίσως αυτό να αποτελούσε το πιο παράλογο κομμάτι αυτής της ιστορίας: η εξωτερίκευση ενός εσωτερικού κόσμου, λες και η άρνηση θα τον έκανε να εξαφανιστεί, όταν μονάχα έκανε τον πόνο να σφίγγει το στήθος της, όταν μονάχα έκανε τα συναισθήματά της πιο καθαρά.

 

«Δεν είναι λάθος», είπε περίλυπα η Λίλι.

 

Η μητέρα της πλησίασε με μεγάλες δρασκελιές και τη χαστούκισε.

 

Η Λίλι τινάχτηκε προς τα πίσω, σοκαρισμένη. Η μητέρα της είχε χρόνια να τη χτυπήσει –από τότε που ήταν οκτώ ή εννιά– και ένιωσε στη στιγμή ξανά σαν εκείνο το παιδάκι που λούφαζε από τον φόβο ενός άλλου χτυπήματος. Μαζί με τον τρόμο ήρθαν και οι τύψεις που την παρέλυσαν καθώς και η πεποίθηση ότι σίγουρα είχε κάνει κάτι φρικτό, ότι της άξιζε αυτή η τιμωρία.

 

Έφερε το χέρι της στο πρόσωπό της που έτσουζε· τα μάτια της βούρκωσαν. Η μητέρα της φαινόταν και τρομοκρατημένη και τρομακτική, το χλωμό της πρόσωπο είχε ξαφνικά κοκκινίσει, τα καστανά μάτια της λαμπύριζαν από τον θυμό.

 

«Δεν έχουμε ομοφυλόφιλους σ’ αυτή την οικογένεια», είπε οργισμένη. «Κόρη μου, είσαι εσύ;»

 

Τα δάκρυα κυλούσαν καυτά από τα μάτια της Λίλι. Γύρισε την πλάτη στη μητέρα της και έφυγε τρέχοντας από την κουζίνα. Στον διάδρομο είδε τον Έντι και τον Φράνκι που στέκονταν αβέβαιοι έξω από το καθιστικό.

 

«Λίλι;» είπε ο Έντι.

 

Δεν του απάντησε. Έβαλε τα παπούτσια της, όμως τα δάχτυλά της δεν μπορούσαν να δέσουν καλά τα κορδόνια. Κρατήθηκε γερά από την κουπαστή καθώς κατέβαινε παραπατώντας τις σκάλες. Άκουσε τη μητέρα της να της φωνάζει –όχι, φώναζε στον Έντι, του έλεγε να σταματήσει– και μετά είχε φτάσει στην εξώπορτα. Την τράβηξε να ανοίξει· βγήκε και στάθηκε στο πεζοδρόμιο. Τώρα έκλαιγε χωρίς τίποτα να την εμποδίζει. Έξω είχε ομίχλη και υγρασία. Δεν ήξερε πού πήγαινε· ήξερε μονάχα ότι έπρεπε να φύγει μακριά.

 

Το βιβλίο Last Night at the Telegraph Club - Xτες βράδυ στο κλαμπ Τέλεγκραφ θα κυκλοφορήσει στις 4 Μαΐου από τις εκδόσεις Διόπτρα.

 

Οδηγός Βιβλίου