ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ

ΒΓΑΛΕ ΑΠΟ ΜΕΣΑ ΣΟΥ Ο,ΤΙ ΚΡΥΒΕΙΣ Ή ΦΟΒΑΣΑΙ ΝΑ ΠΑΡΑΔΕΧΤΕΙΣ.
 
 

Όλοι έχουμε πράγματα που θέλουμε να τα βγάλουμε από μέσα μας. Αλλά διστάζουμε να τα παραδεχτούμε ακόμα και στους πιο κοντινούς μας ανθρώπους. Όμως, αμαρτία εξομολογημένη, αμαρτία δεν είναι...

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΑ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΣΕ ΙΑΤΡΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ Ή ΕΙΝΑΙ ΕΚΤΟΣ ΤΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΤΗΣ ΣΤΗΛΗΣ ΔΕΝ ΕΓΚΡΙΝΟΝΤΑΙ
ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΟΥ
4.4.2015 | 22:48

Κι όμως θα μπω...

Άργησα. Έχασα το τρένο. Καθόμουν μόνος στο σταθμό. Είχα κάτσει σε μια καρέκλα στη γωνία πίσω τέρμα. Απομονωμένος. Κανείς να μη μπορεί να με δει. Εγώ όμως να τους βλέπω όλους. Άνθρωποι χαμογελαστοί. Αγόρια και κορίτσια γεμάτα ζωή. Φίλοι κολλητοί. Πλάκες και αστεία. Γέλια. Βλέμματα ερωτικά. Παθιασμένα φιλιά. Τρυφερές αγκαλιές. Και άνθρωποι σκυθρωποί. Χαμένοι στις σκέψεις τους. Κάπου κάπου σήκωναν το κεφάλι κι έριχναν μια ματιά τριγύρω. Χαμογελούσαν κι αυτοί. Απλοί παρατηρητές. Κάποιοι βιαστικοί. Άλλοι αδιάφοροι. Ένας σταθμός γεμάτος ζωή. Πολύβουος. Όμως εδώ στην άκρη που καθόμουν δεν άκουγα τίποτα. Μόνο σιωπή. Έβλεπα απλά τα συναισθήματα στα μάτια όλων αυτών που ζούσαν τις στιγμές. Προσπαθούσα να ρουφήξω έστω και λίγο από αυτά που ένιωθαν. Τίποτα. Ένα κενό. Η λάμπα στο πλάι του τοίχου τρεμόπαιζε. Ήταν σκοτεινά εδώ. Αυτοί όμως είχαν φως. Όλα τα φώτα ήταν αναμμένα. Ένα φως εκτυφλωτικό. Η λάμψη του όμως δεν έφτανε μέχρι εδώ. Γιατί εγώ να μένω στα σκοτάδια; Τι έκανα και κάθομαι εδώ; Γιατί δεν υπάρχει κανείς γύρω μου να φτιάξει αυτή την αναθεματισμένη λάμπα; Ακούει κανείς; Έψαχνα να δω ποιος θα αντιδράσει. Η φωνή μου δεν έφτανε μέχρι εκεί. Το στόμα μου δεν ξεστόμισε μια συλλαβή. Όλα ήταν στο μυαλό μου. Φώναζα από μέσα μου. Μα ποιος θα με ακούσει εδώ πίσω που κάθομαι; Ποιος θα με δει μέσα στο σκοτάδι που με σκέπασε ολάκερο; Σήκω! Σήκω ρε. Τι κάνεις εδώ; Δε βλέπεις ότι όλοι είναι εκεί. Στο φως. Δε βλέπεις ότι όλοι πάντα χαμογελούν κι ό,τι κι αν έχουν κάθονται στο φως; Σήκω επιτέλους και προχώρα προς τα εκεί. Εδώ που ήρθες δεν ήταν για να πάρεις το τρένο που θα σε πήγαινε στα όνειρα σου; -Ναι. Το έχασα όμως. -Όχι. Το προηγούμενο έχασες. Έρχεται το επόμενο σε λίγο. Βιάσου. Αν μείνεις εδώ θα το χάσεις κι αυτό. Σηκώθηκα. Έκανα ένα βήμα. Φόβος με κατέκλεισε. Αυτός ο ίδιος φόβος που με έφερε εδώ. Πείσμωσα. Έκανα ακόμη ένα βήμα. Ξαφνικά οι πρώτες αχτίδες του φωτός της αιθούσας άρχισαν να πέφτουν πάνω μου. Κι άλλο βήμα. Κι άλλο. Άρχισα να νιώθω το ζεστό φως. Προχώρησα. Βρέθηκα στο κέντρο του σταθμού. Ήμουν μεταξύ όλων αυτών που έβλεπα πριν. Μπορούσα να τους πιάσω. Μπορούσα να τους ακούσω. Τους έβλεπα που με κοιτούσαν. Τους έβλεπα που μου χαμογελούσαν. Ανταπέδωσα. Χαμογέλασα σε όλους. Ξαφνικά ακούω ανακοίνωση. Ερχόνταν το τρένο. Άκουγα την κόρνα. Έφτανε στην αποβάθρα. Ωχ! Δεν είχα εισιτήριο. Πανικοβλήθηκα. Άρχισα να τα χάνω. Έκανα πίσω πίσω. Ένα ακόμη βήμα πίσω. Και ξανά πίσω. Όχι. Πρέπει να πάω προς το τρένο. Κι αυτή τη φορά δεν θα είμαι μόνος. Κοίταξα γύρω μου. Ήταν εκεί. Καθόνταν μόνη. Ήταν όμορφη. Με κοίταξε. Της χαμογέλασα. Μου χαμογέλασε κι αυτή. Της μίλησα για πρώτη φορά. Της είπα το λόγο που ήμουν εκεί. Μου είπε κι αυτή ότι γι αυτό το λόγο βρισκόνταν εκεί. Ούτε αυτή είχε εισιτήριο. Ήταν όμως αισιόδοξη. Το έβλεπα στα μάτια της. Το τρένο έφτασε στην αποβάθρα. Την έπιασα από το χέρι. Ή τώρα ή ποτέ. Αρχίζουμε να τρέχουμε. Περνάμε με φόρα τον έλεγχο. Μας φωνάζουν να σταματήσουμε. Της σφίγγω το χέρι για να μην χαθούμε. Κόσμος πήγαινε κι ερχόνταν. Της είπα ότι δεν θα την αφήσω. Φτάσαμε στην αποβάθρα. Προσπάθησαν να μας σταματήσουν. Την πήρα αγκαλιά. Το τρένο άρχισε να κινείται. Τρέξαμε μαζί. Κοιτάξαμε ο ένας τον άλλον. Την έσπρωξα ν' ανέβει πάνω. Φοβήθηκα. Πάλι αυτά τα συναισθήματα που ένιωθα τόσο καιρό. Έμεινα πίσω. Ξαφνικά νιώθω να με τραβάνε προς το τρένο. Ήταν αυτή. Με κρατούσε μαζί της. Ανταποκρίθηκα. Πήδηξα το κενό μεταξύ συρμού και αποβάθρας. Ήταν το άλμα της ζωής μου. Ήμουν επιτέλους μέσα. Οι θύρες έκλεισαν. Το τρένο ξεκίνησε. Δεν ήμουν πλέον μόνος. Έφτασα στο τρένο μέσα από δύσκολη πορεία. Στάθηκα στα πόδια μου. Το ήθελα. Εγώ ο ίδιος το ήθελα. Προσπάθησα σε όλα. Τόλμησα. Τα κατάφερα.