Η αδυναμία όλων μας στο αναπόδραστα σκοτεινό, ιδιόμορφα μεταφυσικό φιλμικό σύμπαν του Ρόμπερτ Έγκερς είναι δεδομένη. Και οι αγγλόφωνοι κριτικοί έχουν υποκλιθεί ήδη βαθιά στον Άνθρωπο απ’ τον Βορρά.

 

Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει πως η τελευταία του, αγρίως αναμενόμενη ταινία δεν πάσχει από άνιση σκηνοθεσία, σεναριακούς πλατειασμούς, άστοχες προφορές και μια αίσθηση σκηνοθετικού μεγαλείου σπαρμένη σε έναν βασικό σκελετό εκδίκησης που βασίζεται στον σκανδιναβικό μύθο του Άμλετ, γραμμένο από τον ιστορικό και θεολόγο Saxo Grammaticus, όπως τον διατήρησε στη Δανιμαρκία και τον διαιώνισε φινιρισμένα και ποιητικά ο Σαίξπηρ.

 

Ο μετατοπισμένος στην Ισλανδία Άμλεθ του Έγκερς είναι κι αυτός ο γιος του βασιλιά (Ίθαν Χοκ) που έχασε τη ζωή του από το μανιασμένο χέρι του αδελφού του (ο Κλάες Μπανγκ από το Τετράγωνο του Ρούμπεν Όστλουντ) και εραστή της μητέρας του. Γλίτωσε μετά βίας, μεγάλωσε στη βία και σαν ατρόμητο αγρίμι ορκίστηκε να σκοτώσει τον φονιά του πατέρα, να σώσει τη μάνα και να ελευθερωθεί. Όταν βρίσκει τα ίχνη του έκπτωτου πλέον θείου, σκαρώνει ένα σχέδιο με ακλόνητη πίστη στη σκοτεινή Θεία Χάρη, τρυπώνει στη στρατιά των σκλάβων του κατάπτυστου θείου Φιόλνιρ, προστατεύει και εν τέλει ερωτεύεται τη μάγισσα Όλγκα (η Άνια Τέιλορ Τζόι του Γκαμπί της Βασίλισσας, που αποκαλύφθηκε για πρώτη φορά στη δική του Witch) και οδηγείται από το αιματοβαμμένο πεπρωμένο του προς την έσχατη μονομαχία που ονειρευόταν από τότε που ορφάνεψε τραυματικά, αβοήθητα, γι’ αυτό και ταπεινωτικά.

 

Με αξιοσημείωτο άλμα στον συνήθως ταπεινό προϋπολογισμό του (ενενήντα εκατομμύρια δολάρια), γενναιόδωρο καθώς και ετερόκλητο καστ που περιλαμβάνει τη Νικόλ Κίντμαν στον ρόλο της μητέρας Γκούντρουν και την Μπιορκ στην όχι απρόσμενα απόκοσμη επανεμφάνισή της ως Προφήτη σε major παραγωγή μετά το Χορεύοντας στο Σκοτάδι, και μια σειρά από εφέ που δημιουργούν εκρήξεις ψυχεδελικού slasher στο ατμοσφαιρικό στόρι λύτρωσης, έρωτα και belonging, ο Άνθρωπος απ’ τον Βορρά υπαινίσσεται συνεχώς τη διέξοδο από τον μηδενισμό που κυρίευε την Τόμασιν στο Witch και τους συγκάτοικους από την κόλαση στον Φάρο.

 

Ο βασιλιάς με τον μικρό γιο του μέσα σε μια «μαστουρωμένη» σπηλιά να ουρλιάζουν σαν λύκοι και να σέρνονται στα τέσσερα μπροστά στον εκστατικό μάγο (ο Γουίλεμ Νταφόου, ποιος άλλος…) είναι ένα παραισθητικό ξεκίνημα πολλά υποσχόμενο και μετά από ένα επιδέξιο μονοπλάνο αποκρουστικής βίας μέσα στο frame, όπου συστήνεται ο ενήλικος Άμλεθ, οργισμένος και αναίσθητος, η ταινία προσγειώνεται σε κατάσταση αναμονής, με διαλείμματα που συντηρεί η αφοσίωση και εσωτερική αμφισημία του αφοσιωμένου, συγκινητικού, δυναμικού Αλεξάντερ Σκάρσγκαρντ στον ρόλο της καριέρας του.

 

Κτηνώδης και τυφλωμένος, ο Άμλεθ του γίνεται συναρπαστικός γιατί αποκτά συνείδηση και κυρίως συναίσθηση της ανθρώπινης φύσης του, σε μια ενδιαφέρουσα, πιο ευάλωτη και σαρωτική παραλλαγή του Ταρζάν, που ο γιος του Στέλαν είχε παίξει όχι πολύ παλιότερα. Η διαφορά της επιλογής δεν είναι πλέον μεταξύ του παλατιού και της ζούγκλας, του καθωσπρέπει πολιτισμού και των αυθεντικών πρωτόγονων, αλλά μεταξύ της ζωής και της τιμής, του μεγέθους της ανεπίτρεπτης οικογενειακής προδοσίας που έχει βαλθεί να ακυρώσει, με την πεποίθηση πως ο σωστός πολεμιστής πέφτει ηρωικά νεκρός μόνο απ’ το σπαθί.

 

Στη διαδρομή, ο Έγκερς καλείται να ξηλώσει τα προσχήματα του σαιξπηρικού Άμλετ αλλά και τις αρθρώσεις της κραταιάς πατριαρχίας. Η αχίλλειος πτέρνα του κληρονόμου είναι η δόλια μητέρα, το αιώνιο θύμα στο μυαλό του. Πιστεύει πως έχει πέσει στα δίχτυα του άρπαγα θείου. Τον περιμένει μια έκπληξη ‒ στην καλύτερη σκηνή της Νικόλ Κίντμαν, η οποία τεντώνει την υπομονή μας με τη ασαφώς σκανδιναβίζουσα (θα μπορούσε να σλαβίζει ή να ρωσίζει) προφορά της, όπως και οι υπόλοιποι ηθοποιοί, που ακουστικά θα ήταν πιο σώφρον να είχαν υιοθετήσει μια ουδέτερη αγγλική.

 

Πολυθεματικός και πολυπρόσωπος, ο Άνθρωπος του Βορρά ενσωματώνει μερικά από τα ένστικτα του Έγκερς για την αποτύπωση της φρίκης και το παράξενο αμπαλάζ που μας επιφυλάσσει μέχρι να αποκαλυφθεί το ανατριχιαστικό της δώρο. Το στυλιζάρισμα στο μεταφυσικό κομμάτι της ταινίας δεν είναι πιο πρωτότυπο απ’ όσα έχει κάνει μέχρι τώρα, αν και σίγουρα φαίνεται πιο πλούσιο. Πύρινες μονομαχίες και καβαλάρηδες στον ουρανό σίγουρα χορταίνουν το μάτι, την ίδια στιγμή που ατάκες από τον διάλογο εκπλήσσουν με τον πεζό παραλογισμό τους ‒ δεν είναι καν ο νόστιμος αναχρονισμός που ανέτρεπε τη σκονισμένη ιστορική ακαδημαϊκότητα στο ελαφρώς ρεβιζιονιστικό και hip Λιοντάρι του Χειμώνα του Άντονι Χάρβεϊ από το 1968.

 

Σ’ αυτό το βίκινγκ έπος, το ασυνήθιστο ζητούμενο ήταν να ικανοποιηθούν οι φαν του Έγκερς, το σαφώς ευρύτερο κοινό των μυθικο-σκανδιναβικών περιπετειών αλλά και το στούντιο που του εμπιστεύτηκε χρήματα που σπανίως δίνονται σε έργο που δεν βασίζεται σε υπερήρωες ή λογοτεχνικό ή οπτικοακουστικό υλικό απτής αναγνωρισιμότητας. Ήδη ο Έγκερς παραπονέθηκε πως το τελικό μοντάζ δεν είναι αυτό που επιθυμούσε και παράλληλα καυχήθηκε πως έφτιαξε μια αντι-Marvel ταινία. Βλέποντας τις πρώτες αντιδράσεις των κριτικών, δεν είμαι σίγουρος αν θα επιμείνει πως δεν είναι 100% ο πατέρας του Northman.

 

Το ότι η ταινία του δεν είναι μαρβελική ή κομίστικη, είναι βέβαιο. Αυτό που συνέβη είναι η απόσπαση της συνεκτικότητας της αφήγησής του, εκεί που το εξίσου μπρουτάλ Valhalla Rising, η καλύτερη ταινία του Νίκολας Γουίντινγκ Ρεφν, κράτησε το μυστήριο και τη φλόγα της εκδίκησης από την αρχή ως το τέλος. Στη μεγάλη κλίμακα του Ανθρώπου του Βορρά οι σφαγές και οι μεταφυσικές προσδοκίες σκόρπισαν σε ένα καλαίσθητο, παρατεταμένο αφήγημα λαμπρών εξάρσεων και ανιαρών μεσότιτλων.