Το Άσπρο Άλογο περιγράφει το δέσιμο ενός μικρού ψαρά με ένα άγριο άλογο στις λιμνοθάλασσες της Καμάργκ, στη νότια Γαλλία. Το παιδί ερωτεύεται την αδάμαστη φύση του ζώου, το προσκαλεί κι εκείνο το αποδέχεται σαν φίλο και συνοδοιπόρο, και μαζί του ξεκινά μια καταδίωξη από εκείνους που το θέλουν πίσω στο κοπάδι. Το φινάλε είναι μια απόδραση στην ελευθερία, αλλά έχει προηγηθεί μια μυσταγωγία σε μεγάλη παλέτα του λευκού, με το άλογο και το παιδί να παντρεύονται εικαστικά και σκηνοθετικά σε ένα ψευτο-γουέστερν που δεν συγκρίνεται με κανένα.

Η επιτυχία της ταινίας δεν μπορεί να συγκριθεί με το θρίαμβο της επόμενης: Το Κόκκινο Μπαλόνι πήρε το Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες και το Όσκαρ σεναρίου το 1956 και αποτελεί μια κλασική φαντασία και μια από τις καλύτερες παιδικές ταινίες όλων των εποχών. Και πάλι ένα παιδί, που στην πραγματικότητα είναι ο γιος του σκηνοθέτη, ο Πασκάλ Λαμορίς, αποκτά έναν φίλο στη μορφή ενός μεγάλου, κατακόκκινου μπαλονιού, που τον ακολουθεί παντού και του ανήκει ολοκληρωτικά. Είναι ο πιστός φίλος που κάθε πιτσιρικάς ονειρεύεται, ζουζουνιστός και τέλειος, σαν τις πρώτες εικόνες που κάνουν ένα βρέφος να χαζέψει από χαρά. Η αποκλειστικότητα προκαλεί ζήλειες και προβλήματα και η τελική φυγή, όχι στη θάλασσα αλλά στον ουρανό, από μια γιγαντιαία συνωμοσία μπαλονιών (πολύ πριν από την εποχή των εφέ) παραπέμπει στη θεώρηση του Λαμορίς για το παράλληλο σύμπαν των ανηλίκων και τις κρυφές τους επιθυμίες. Ταυτόχρονα, το φιλμ είναι μια ωδή στο καθημερινό Παρίσι, με την αβίαστη και αιώνια αστική ομορφιά. Μαγικό και αξέχαστο, σαν πολύχρωμο κουφέτο με πολύ περισσότερα πράγματα τον πυρήνα του από αέρα και χαμόγελα, αποτελεί μοντέλο σύλληψης και κινηματογράφησης και, με τα 38 λεπτά διάρκειας, ένα μάθημα ψυχαγωγικής οικονομίας.