H νοσταλγία του πρώτου έρωτα, αυτό το διαυγές κοφτερό αίσθημα, είναι συχνά η αναμέτρησή μας με το παρελθόν – μια μάχη εξαρχής χαμένη, επειδή πρωτίστως είναι η μάχη με το χρόνο.
Το κομψό βιβλιαράκι με τις φωτογραφίες που τράβηξε η Νίκη Μαραγκού στο Βερολίνο το ’68, προσεγγίζει τον διάσημο έλληνα ζωγράφο πέρα από το μύθο τού μποέμ πρίγκιπα με τον καταστροφικό βίο, τους θυελλώδεις έρωτες, τους εθισμούς...
Είναι υποδειγματικός ο τρόπος με τον οποίο η συγγραφέας πλησιάζει την Κρήτη και την αποικία των απόκληρων στη Σπιναλόγκα. Είναι εμφανές ότι πριν αρχίσει το γράψιμο φρόντισε να γνωρίσει καλά την κρητική φύση, τους κώδικες τιμής, τις κοινωνικές συνήθειες, τους ανθρώπους και την ιστορία του νησιού.
Η σοφή στάση του Μήτσου Αλεξανδρόπουλου να κρατήσει τη διακριτική απόσταση από τον χειμαρρώδη βίο του Τολστόι και να δέσει το λόγο του ίδιου του συγγραφέα από τα ημερολόγιά του με το αφηγηματικό μέρος του βιβλίου, ωφέλησε και τον βιογράφο και τον βιογραφούμενο.
Ο Σαντ σε αυτό το φιλοσοφικό παιχνίδι, που γράφτηκε πιθανόν το 1782 –όταν ήταν φυλακισμένος στη Βαστίλλη– και εκδόθηκε μόλις το 1926, κραδαίνει τον αθεϊσμό του, όπως εύστοχαv παρατηρεί ο JérômeVérain, «σαν όπλο, τον εκθέτει σαν πέος».
Η μεγάλη ποιήτρια Άννα Αχμάτοβα (1889-1966) υπήρξε μια ασκητική φιγούρα με αυστηρό, βασιλικό προφίλ, που κατάφερε μέσα από τα ποιήματά της να εκφράσει τον πόνο όσων δεν μπορούσαν να αντέξουν το πηχτό σκοτάδι του σταλινισμού.
Η συγγραφέας, εξετάζοντας το μουσείο ως παράγοντα διαμόρφωσης της ανθρώπινης γνώσης, επιχειρεί ένα μακρινό ταξίδι στο παρελθόν με αφετηρία το Παλάτσο Μέντιτσι στη Φλωρεντία του 15ου αιώνα, που θεωρείται ότι σηματοδοτεί τις απαρχές των «μουσείων» και των συλλογών έργων τέχνης στην Ευρώπη.
Το τρίτομο έργο του μεγάλου βρετανού ιστορικού <em>Η Ιστορία των Σταυροφοριών</em> μας θυμίζει ότι η ιστορία είναι είδος κατεξοχήν λογοτεχνικό και ιδιόμορφα επιστημονικό και, πάνω απ' όλα, είναι αφήγηση. Όχι άδικα, θεωρείται το σημαντικότερο έργο που γράφτηκε σχετικά.
Το ελεύθερο πνεύμα ενός δημιουργού που αρνήθηκε να εκχωρήσει το δικαίωμα σε οποιονδήποτε εξουσιαστικό ή κοινωνικό μηχανισμό να του υποδείξει πώς να διαχειριστεί τη σχέση με την πατρίδα και την ταυτότητά του.