Γιάννης Ρίτσος - Μέλπω Αξιώτη: Kαταραμένα κι ευλογημένα χαρτιά σπαράγματα αλληλογραφίας (1960-1966)
Εδώ αρχίζει να καλοκαιρεύει. Μα τί'ναι τούτο; Δεν αποκρίνομαι πια εύκολα στο φως, στα χρώματα, στα σχήματα της άνοιξης. Τι φταίει τάχα; Γεράματα; Πολλές δοκιμασίες, πολλές μνήμες; Πολύ σκύψαμε μέσα μας; Πολύ καθαρά βλέπουμε και μες στα σκοτεινά; Πού 'ναι κείνη η «άγια αφέλεια»; Μεγάλες εμπειρίες, αξιοθαύμαστες – ας μας λείπανε (ναι; – δε θα το 'θελα και δε θα το μπορούσα). Τί κάθομαι και σου λέω;
— Γ. Ρίτσος, Αθήνα, 14.V.64
Σε επιστολή του στη Μέλπω Αξιώτη στις 17 Απριλίου 1961, ο Ρίτσος, όταν μόλις την προηγούμενη χρονιά έχει αποκατασταθεί ένας επιστολικός διάλογος μεταξύ τους, γράφει: «Πότε πια θα 'ρθεις, να τα πούμε όπως άλλοτε, ώρες κι ώρες – όχι πια τούτο το άχαρο, παγερό χαρτί, που μας στράγγιξε όλη μας τη ζωή και κάποτε μας βλέπει και το βλέπουμε εχθρικά – αυτό το χαρτί το καταραμένο κι ευλογημένο, ο καημός μας κι η μεγάλη παρηγόρια μας, η μοναξιά μας κι η συντροφιά μας. Εδώ φτάνουμε τ' άστρα, κι εσύ δε θα φτάσεις στην πατρίδα;». Σ' αυτή την επώδυνη και γεμάτη λαχτάρα ερώτηση-έκκληση οφείλεται ο τίτλος της παρούσας έκδοσης με τα επιστολικά τεκμήρια ανάμεσα στον Γιάννη Ρίτσο και στη Μέλπω Αξιώτη, η οποία βρίσκεται σε αναγκαστική υπερορία από τις 22 Μαρτίου 1947.
Οι αντηχήσεις του λόγου της Αξιώτη στις επιστολές του Ρίτσου είναι ισχυρές, και η μορφή της αναπαρίσταται ζωηρά, ειδικά μετά την επίσκεψη του ποιητή στο Ανατολικό Βερολίνο και την ποθητή συνάντησή τους στα μέσα του Σεπτέμβρη του 1962· έτσι, μέσα από τις ρωγμές του απαντητικού λόγου του Ρίτσου, μπορεί κανείς όχι μόνο να αφουγκραστεί τις πνιχτές κραυγές αγωνίας της σιωπηλής εξόριστης Μέλπως, για να βγει επιτέλους από το μαύρο πηγάδι της απουσίας, αλλά και να αντιληφθεί τις εμμονές, τις αγκυλώσεις και τις δυσκολίες της όταν χρειάζεται να ξανοιχτεί και να μιλήσει.
Η Αξιώτη μοιάζει ωσεί παρούσα να στοιχειώνει τις σελίδες του παρηγορητικού, δυναμικού και ολόψυχα δοσμένου στην υπόθεσή της Ρίτσου. Ζει με αναμνήσεις, αντινομίες και κλυδωνισμούς, γράφει, σιωπά και αυτολογοκρίνεται, έχοντας στο μεταξύ βιώσει τις ιδιοτυπίες μιας σκληρής σχέσης ανάμεσα στην πολιτική κομμουνιστική εξουσία με τη λογοτεχνία, την κριτική και την τέχνη γενικότερα.